ψηρός: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ψαρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξηρός]]»<br /><b>2.</b> (το ουδ. στο τ. [[ψαρός]] ως ουσ.) <i>τὸ ψαρόν</i><br />[[είδος]] ξηραντικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του επιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[γυαλίζω]]» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. [[μορφή]] του επιθ. [[ξηρός]]]. | |mltxt=και [[ψαρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξηρός]]»<br /><b>2.</b> (το ουδ. στο τ. [[ψαρός]] ως ουσ.) <i>τὸ ψαρόν</i><br />[[είδος]] ξηραντικής αλοιφής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σύνδεση]] του επιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>ψήω</i> «[[τρίβω]], [[γυαλίζω]]» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική [[άποψη]]. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για παρλλ. [[μορφή]] του επιθ. [[ξηρός]]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[ξερός]]). Ἀπό τό [[ψήχω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:35, 14 October 2022
English (LSJ)
ά, όν, = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).
German (Pape)
[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.
Greek (Liddell-Scott)
ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].