βραχυκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vrachykefalos
|Transliteration C=vrachykefalos
|Beta Code=braxuke/falos
|Beta Code=braxuke/falos
|Definition=ὁ, a [[fish]], <span class="bibl">Xenocr.19</span>.
|Definition=ὁ, a [[fish]], Xenocr.19.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρᾰχῠκέφαλος''': ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).
|lstext='''βρᾰχῠκέφαλος''': ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de cabeza corta]] Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).137.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[βραχυκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζει [[βραχυκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού με μικρό [[κεφάλι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[βραχυκέφαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρουσιάζει [[βραχυκεφαλία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ψαριού με μικρό [[κεφάλι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠκέφᾰλος Medium diacritics: βραχυκέφαλος Low diacritics: βραχυκέφαλος Capitals: ΒΡΑΧΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: brachyképhalos Transliteration B: brachykephalos Transliteration C: vrachykefalos Beta Code: braxuke/falos

English (LSJ)

ὁ, a fish, Xenocr.19.

Spanish (DGE)

-ον
de cabeza corta Σκορπίου οἱ ἔχοντες ζῴδιόν εἰσι βραχυκέφαλοι Cat.Cod.Astr.11(2).137.

German (Pape)

[Seite 462] Kurzkopf, ein Fisch, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠκέφαλος: ὁ, ὁ ἔχων βραχεῖαν κεφαλήν, εἴδος ἰχθύος, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. (Φαβρικ. 9. 457).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βραχυκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που παρουσιάζει βραχυκεφαλία
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. είδος ψαριού με μικρό κεφάλι.