δυσέργαστος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysergastos
|Transliteration C=dysergastos
|Beta Code=duse/rgastos
|Beta Code=duse/rgastos
|Definition=ον, [[difficult to construct]], χώματα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.9.2</span>.
|Definition=δυσέργαστον, [[difficult to construct]], χώματα J.''BJ''5.9.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cualidades [[de difícil elaboración]], [[que tarda en hacerse]] ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.<i>CP</i> 1.17.7<br /><b class="num">•</b>de cosa [[difícil de construir]] c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.<i>BI</i> 5.360.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[reacio al trabajo]], [[mal dispuesto a trabajar]] Cyr.Al.M.71.1052A.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσέργαστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.
|lstext='''δυσέργαστος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, [[ὀκνηρός]], ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> de cualidades [[de difícil elaboración]], [[que tarda en hacerse]] ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.<i>CP</i> 1.17.7<br /><b class="num">•</b>de cosa [[difícil de construir]] c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.<i>BI</i> 5.360.<br /><b class="num">2</b> de pers. [[reacio al trabajo]], [[mal dispuesto a trabajar]] Cyr.Al.M.71.1052A.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσέργαστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα δέχεται [[επεξεργασία]] («δυσέργαστον [[ξύλον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο [[τεμπέλης]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσέργαστος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα δέχεται [[επεξεργασία]] («δυσέργαστον [[ξύλον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ενεργ.</b> αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο [[τεμπέλης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:59, 25 August 2023

English (LSJ)

δυσέργαστον, difficult to construct, χώματα J.BJ5.9.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 de cualidades de difícil elaboración, que tarda en hacerse ἡ ψυχρότης καὶ τὸ πλῆθος δυσέργαστον en los frutos, Thphr.CP 1.17.7
de cosa difícil de construir c. dat. de pers. τὰ χώματα τοῖς Ῥωμαίοις ἐποίουν δυσέργαστα I.BI 5.360.
2 de pers. reacio al trabajo, mal dispuesto a trabajar Cyr.Al.M.71.1052A.

German (Pape)

[Seite 679] schwer zu thun, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

δυσέργαστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐργαζόμενος, ὀκνηρός, ὀκνηροὶ ἦσαν καὶ δυσέργαστοι Κύριλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσέργαστος, -ον)
αυτός που δύσκολα δέχεται επεξεργασία («δυσέργαστον ξύλον»)
αρχ.
ενεργ. αυτός που δύσκολα εργάζεται, ο τεμπέλης.