κισηρώδης: Difference between revisions

m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kisirodis
|Transliteration C=kisirodis
|Beta Code=kishrw/dhs
|Beta Code=kishrw/dhs
|Definition=ες, = [[κῐσηροειδής]], <span class="bibl">Ephor.65</span>(e) J., Dsc.5.74.
|Definition=κισηρῶδες, = [[κισηροειδής]], Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><i>mieux que</i> [[κισσηρώδης]];<br /><i>c.</i> [[κισηροειδής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κισηρώδης''': -ες, = [[κισηροειδής]], Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.
|lstext='''κισηρώδης''': -ες, = [[κισηροειδής]], Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><i>mieux que</i> [[κισσηρώδης]];<br /><i>c.</i> [[κισηροειδής]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κισηρώδης]], -ῶδες (AM) [[κίσηρις]]<br />[[κισηροειδής]].
|mltxt=[[κισηρώδης]], -ῶδες (AM) [[κίσηρις]]<br />[[κισηροειδής]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

English (LSJ)

κισηρῶδες, = κισηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.

Greek (Liddell-Scott)

κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.

Greek Monolingual

κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.