προσυλλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
No edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosyllogizomai
|Transliteration C=prosyllogizomai
|Beta Code=prosullogi/zomai
|Beta Code=prosullogi/zomai
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">conclude by a prosyllogism</b>. (cf. sq.), v. [[προσυλλογισμός]] <span class="bibl">Arist. <span class="title">APr.</span>66a35</span>, <span class="bibl"><span class="title">Top.</span>156a7</span>.</span>
|Definition=[[conclude by a prosyllogism]]; cf. [[προσυλλογισμός]] Arist. ''APr.''66a35, ''Top.''156a7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] med., sich eines [[προσυλλογισμός]] bedienen, Arist. top. 8, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσυλλογίζομαι:''' [[умозаключать с помощью просиллогизма]] Arst.
}}
{{ls
|lstext='''προσυλλογίζομαι''': ἀπολ., [[συμπεραίνω]] διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, [[αὐτόθι]] 6. 10, 4.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
}}
}}

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογίζομαι Medium diacritics: προσυλλογίζομαι Low diacritics: προσυλλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosyllogízomai Transliteration B: prosyllogizomai Transliteration C: prosyllogizomai Beta Code: prosullogi/zomai

English (LSJ)

conclude by a prosyllogism; cf. προσυλλογισμός Arist. APr.66a35, Top.156a7.

German (Pape)

[Seite 784] med., sich eines προσυλλογισμός bedienen, Arist. top. 8, 1.

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογίζομαι: умозаключать с помощью просиллогизма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογίζομαι: ἀπολ., συμπεραίνω διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, αὐτόθι 6. 10, 4.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό
2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό
νεοελλ.
συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).