κληρωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klirotikos
|Transliteration C=klirotikos
|Beta Code=klhrwtiko/s
|Beta Code=klhrwtiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (sc. [[ἀγγεῖον]]) <span class="bibl">Ath.10.450b</span>.
|Definition=κληρωτική, κληρωτικόν, of or for [[cast]]ing [[lot]]s, <b class="b3">τὸ κληρωτικόν</b> (''[[sc.]]'' [[ἀγγεῖον]]) Ath.10.450b.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῑον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]].
|mltxt=[[κληρωτικός]], -ή, -όν (AM) [[κληρώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήρωση]] ή αυτός που χρησιμεύει για [[κλήρωση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κληρωτικόν</i> (ενν. <i>ἀγγεῖον</i>)<br />η [[κληρωτίδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κληρωτικῶς</i> (Μ)<br />με κληρωτικό τρόπο, με [[κλήρωση]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρωτικός Medium diacritics: κληρωτικός Low diacritics: κληρωτικός Capitals: ΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klērōtikós Transliteration B: klērōtikos Transliteration C: klirotikos Beta Code: klhrwtiko/s

English (LSJ)

κληρωτική, κληρωτικόν, of or for casting lots, τὸ κληρωτικόν (sc. ἀγγεῖον) Ath.10.450b.

German (Pape)

[Seite 1452] zum Loosen, Wählen durchs Loos gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κληρωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλήρωσιν, ὁ πρὸς κλήρωσιν χρησιμεύων· τὸ -κὸν (δηλ. ἀγγεῖον). Ἀθήν. 450Β. Ἐπίρ. -κῶς, Θεοφύλ. Σιμοκ. περὶ Φυσικ. Ἀπορημάτ. σ. 5. 23.

Greek Monolingual

κληρωτικός, -ή, -όν (AM) κληρώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῖον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.