κοιτασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koitasmos
|Transliteration C=koitasmos
|Beta Code=koitasmo/s
|Beta Code=koitasmo/s
|Definition=ὁ, [[folding]], βοῶν <span class="bibl"><span class="title">PMeyer</span> 12.24</span> (ii A.D.), etc.
|Definition=ὁ, [[folding]], βοῶν ''PMeyer'' 12.24 (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιτασμός]], ὁ (AM) [[κοιτάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μέρος]] όπου πλαγιάζει [[κάποιος]], η [[κοίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) το [[κλείσιμο]] σε [[μάντρα]], το [[μάντρωμα]] («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).
|mltxt=[[κοιτασμός]], ὁ (AM) [[κοιτάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />το [[μέρος]] όπου πλαγιάζει [[κάποιος]], η [[κοίτη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για ζώα) το [[κλείσιμο]] σε [[μάντρα]], το [[μάντρωμα]] («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιτασμός Medium diacritics: κοιτασμός Low diacritics: κοιτασμός Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: koitasmós Transliteration B: koitasmos Transliteration C: koitasmos Beta Code: koitasmo/s

English (LSJ)

ὁ, folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.

Greek Monolingual

κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).