κολλήσιμος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kollisimos | |Transliteration C=kollisimos | ||
|Beta Code=kollh/simos | |Beta Code=kollh/simos | ||
|Definition=η, ον, [[glued together]], prob. in | |Definition=η, ον, [[glued together]], prob. in ''Glossaria''; Subst. -μον, τό, [[volume of]] [[κολλήματα]], ''Stud.Pal.''1.28.8 (iii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κολλήσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κολλώ]]<br /><b>1.</b> ο συγκολλημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κολλήσιμον</i><br />[[δέσμη]] κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία [[είναι]] κολλημένα το ένα [[κάτω]] από το [[άλλο]] και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο. | |mltxt=[[κολλήσιμος]], -ίμη, -ον (Α) [[κολλώ]]<br /><b>1.</b> ο συγκολλημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κολλήσιμον</i><br />[[δέσμη]] κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία [[είναι]] κολλημένα το ένα [[κάτω]] από το [[άλλο]] και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, glued together, prob. in Glossaria; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).
Greek Monolingual
κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.