μισοπροσήγορος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=misoprosigoros | |Transliteration C=misoprosigoros | ||
|Beta Code=misoprosh/goros | |Beta Code=misoprosh/goros | ||
|Definition= | |Definition=μισοπροσήγορον, = [[ἀπροσήγορος]], Poll.5.138. Adv. [[μισοπροσηγόρως]] ib.139. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
μισοπροσήγορον, = ἀπροσήγορος, Poll.5.138. Adv. μισοπροσηγόρως ib.139.
German (Pape)
[Seite 192] = ἀπροσήγορος, Poll. 5, 138.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπροσήγορος: -ον, = ἀπροσήγορος, Πολυδ. Ε΄, 138. - Ἐπίρρ. -ως, αὐτόθι 139.
Greek Monolingual
μισοπροσήγορος, -ον (Α)
ακοινώνητος, αγροίκος.
επίρρ...
μισοπροσηγόρως (Α)
με μισοπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + προσήγορος «αυτός που ομιλεί, που απευθύνει χαιρετισμό»].