ἐμπεριγράφω: Difference between revisions
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emperigrafo | |Transliteration C=emperigrafo | ||
|Beta Code=e)mperigra/fw | |Beta Code=e)mperigra/fw | ||
|Definition=[ᾰ], [[comprehend in a thing]], [[varia lectio|v.l.]] for [[συμπεριγράφω]], | |Definition=[ᾰ], [[comprehend in a thing]], [[varia lectio|v.l.]] for [[συμπεριγράφω]], S.E.''P.''1.206 (Pass.); [[describe around]], κύκλον τηλία Poll.9.108. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[circunscribir]] τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices</i> Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero <i>Geom</i>.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares</i> Gr.Nyss.<i>Hom.Par</i>.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0812.png Seite 812]] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπεριγράφω:''' (в чем-л.) описывать, выражать Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· [[περιγράφω]], Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3. | |lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· [[περιγράφω]], Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | |mltxt=[[ἐμπεριγράφω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[προσδιορίζω]], [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[περικλείω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]], [[χαράζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], comprehend in a thing, v.l. for συμπεριγράφω, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.
Spanish (DGE)
circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
German (Pape)
[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
Greek Monolingual
ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.