ἐνοχή: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enochi | |Transliteration C=enochi | ||
|Beta Code=e)noxh/ | |Beta Code=e)noxh/ | ||
|Definition=ἡ, [[liability]], [[obligation]], PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; <b class="b3">ἀγωγὴ καὶ ἐ</b> | |Definition=ἡ, [[liability]], [[obligation]], PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; <b class="b3">ἀγωγὴ καὶ ἐ.</b> conduct and [[responsibility]] of a transaction, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''133.7 (vi A. D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br /><b class="num">1</b> jur. [[obligación]], [[responsabilidad]] legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. <i>[[obligatio]]</i> τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad</i>, <i>POxy</i>.3627.9 (IV d.C.?), cf. <i>SB</i> 7033.65 (V d.C.), <i>PMasp</i>.131re.3 (VI d.C.), unido a [[ἀγωγή]] ‘[[acción legal]]’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad</i> de la transacción <i>POxy</i>.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.<i>Const</i>.δέδωκεν 7e<br /><b class="num">•</b>en cont. no jur. [[responsabilidad]] ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.<br /><b class="num">2</b> dud., quizá [[culpa relig. expiada mediante la erección de una estela]] o [[pena]], [[castigo consistente en dicha erección]] Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα <i>Hell</i>.10.14 (Hierápolis), v. [[ἐνέχω]] B Iv. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοχή''': ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. [[λέξις]], ἴδε Δουκάγγ. | |lstext='''ἐνοχή''': ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. [[λέξις]], ἴδε Δουκάγγ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Μ [[ἐνοχή]]) [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[υπαιτιότητα]], [[ευθύνη]] για αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[παράπτωμα]], [[σφάλμα]]<br /><b>3.</b> [[ανάληψη]] ευθύνης που απορρέει από κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) η [[σχέση]] εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται [[κάποιος]] «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται [[μεταξύ]] δανειστή και οφειλέτη. | |mltxt=η (Μ [[ἐνοχή]]) [[ενέχω]]<br /><b>1.</b> [[υπαιτιότητα]], [[ευθύνη]] για αξιόποινη [[πράξη]]<br /><b>2.</b> [[παράπτωμα]], [[σφάλμα]]<br /><b>3.</b> [[ανάληψη]] ευθύνης που απορρέει από κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) η [[σχέση]] εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται [[κάποιος]] «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται [[μεταξύ]] δανειστή και οφειλέτη. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, liability, obligation, PIand.48.11 (vi A. D.), etc.; ἀγωγὴ καὶ ἐ. conduct and responsibility of a transaction, POxy.133.7 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 jur. obligación, responsabilidad legal en contratos o transacciones, como trad. de lat. obligatio τῆς ἐν[ο] χῆς τοῦ χειρισμοῦ τῶν πραγμάτων ... ἐλευθερωθήσει quedarás libre de la obligación de un inventario de la propiedad, POxy.3627.9 (IV d.C.?), cf. SB 7033.65 (V d.C.), PMasp.131re.3 (VI d.C.), unido a ἀγωγή ‘acción legal’ διὰ Μηνᾶ ... προσπορίζοντος τῷ ἰδίῳ δεσπότῃ ... τὴν ἀγωγὴν καὶ ἐνοχήν por mediación de Menas que asume para su dueño la acción y responsabilidad de la transacción POxy.133.7, cf. 2478.7 (ambos VI d.C.), Iust.Const.δέδωκεν 7e
•en cont. no jur. responsabilidad ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων λυτρωθῆναι Rom.Mel.35.proem.5.
2 dud., quizá culpa relig. expiada mediante la erección de una estela o pena, castigo consistente en dicha erección Διονύσις τὴν ἐνοχὴν ἀνέθηκα Hell.10.14 (Hierápolis), v. ἐνέχω B Iv.
German (Pape)
[Seite 851] ἡ, das Gehalten-, Verbundensein, die Verbindlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοχή: ἡ, τὸ ἐνέχεσθαι, μεταγεν. λέξις, ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (Μ ἐνοχή) ενέχω
1. υπαιτιότητα, ευθύνη για αξιόποινη πράξη
2. παράπτωμα, σφάλμα
3. ανάληψη ευθύνης που απορρέει από κάποιο αξίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) η σχέση εξαιτίας της οποίας υποχρεώνεται κάποιος «εις παροχήν», οι δεσμοί που δημιουργούνται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη.