ἐπιθυμητικός: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epithymitikos | |Transliteration C=epithymitikos | ||
|Beta Code=e)piqumhtiko/s | |Beta Code=e)piqumhtiko/s | ||
|Definition=(hyperdor. [[ἐπιθυματικός|ἐπιθῡμᾱτικός]] Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, [[desiring]], [[coveting]], [[lusting after]], τινός | |Definition=(hyperdor. [[ἐπιθυματικός|ἐπιθῡμᾱτικός]] Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, [[desiring]], [[coveting]], [[lusting after]], τινός [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 475b, al.; <b class="b3">τὸ ἐ.</b> [[that]] part of the soul [[which is the seat of the desires and affections]], ib.439e, [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1102b30, etc. Adv. [[ἐπιθυμητικῶς]], ἔχειν τινός, = [[ἐπιθυμεῖν]], ''Hell.Oxy.''16.4, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιθῡμητικός:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπιθῡμητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[желающий]], [[жаждущий]] (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;<br /><b class="num">2</b> [[страстный]], [[пылкий]] (οἱ νέοι Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from [[ἐπιθυμέω]]<br />desiring, coveting, lusting [[after]] a [[thing]], c. gen., Plat., etc.:—adv., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat. | |mdlsjtxt=ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from [[ἐπιθυμέω]]<br />desiring, coveting, lusting [[after]] a [[thing]], c. gen., Plat., etc.:—adv., [[ἐπιθυμητικῶς]] ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(hyperdor. ἐπιθῡμᾱτικός Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν, desiring, coveting, lusting after, τινός Pl.R. 475b, al.; τὸ ἐ. that part of the soul which is the seat of the desires and affections, ib.439e, Arist.EN1102b30, etc. Adv. ἐπιθυμητικῶς, ἔχειν τινός, = ἐπιθυμεῖν, Hell.Oxy.16.4, Pl.Phd. 108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23.
German (Pape)
[Seite 943] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθυμητικός, -ή, -όν) επιθυμηση
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν
το μέρος της ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες
μσν.
1. ποθητός
2. ωραίος, ευχάριστος
3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά
4. πρόθυμος
αρχ.
αυτός που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
επίρρ...
ἐπιθυμητικῶς (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — επιθυμώ κάτι).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητικός: -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία, αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμητικός:
1 желающий, жаждущий (τινος Plat.): ψυχὴ ἐπιθυμητική филос. Arst. волевое начало, воля;
2 страстный, пылкий (οἱ νέοι Arst.).
Middle Liddell
ἐπιθῡμητικός, ή, όν [from ἐπιθυμέω
desiring, coveting, lusting after a thing, c. gen., Plat., etc.:—adv., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, Plat.