ἀπεκλέγομαι: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apeklegomai | |Transliteration C=apeklegomai | ||
|Beta Code=a)pekle/gomai | |Beta Code=a)pekle/gomai | ||
|Definition=[[pick out and reject]], Dsc.1.7, | |Definition=[[pick out and reject]], Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.''Epict.''4.7.40. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[desechar]] de una planta ἣν [[δεῖ]] ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.<i>Stoic</i>.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.29, cf. Arr.<i>Epict</i>.4.7.40. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεκλέγομαι''': μέσ. [[διαλέγω]] καὶ [[ἀπορρίπτω]] τὰ μὴ καλά, [[ἀποχωρίζω]], τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25). | |lstext='''ἀπεκλέγομαι''': μέσ. [[διαλέγω]] καὶ [[ἀπορρίπτω]] τὰ μὴ καλά, [[ἀποχωρίζω]], τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπεκλέγομαι]] (Α)<br />[[ξεδιαλέγω]], [[αποχωρίζω]] τα άχρηστα ή τα περιττά. | |mltxt=[[ἀπεκλέγομαι]] (Α)<br />[[ξεδιαλέγω]], [[αποχωρίζω]] τα άχρηστα ή τα περιττά. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:45, 25 August 2023
English (LSJ)
pick out and reject, Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.Epict.4.7.40.
Spanish (DGE)
desechar de una planta ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.Stoic.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.29, cf. Arr.Epict.4.7.40.
German (Pape)
[Seite 285] beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλέγομαι: μέσ. διαλέγω καὶ ἀπορρίπτω τὰ μὴ καλά, ἀποχωρίζω, τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25).
Greek Monolingual
ἀπεκλέγομαι (Α)
ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά.