ἡμιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imipagis
|Transliteration C=imipagis
|Beta Code=h(mipagh/s
|Beta Code=h(mipagh/s
|Definition=ές, [[half-congealed]], [[half-hardened]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>59e</span>,<span class="bibl">60d</span>; δρόσος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>394a26</span>; <b class="b3">ᾠὰ ἡ</b>. [[half-hard]], [[medium-boiled]] eggs, Hp.<span class="title">Acut.</span> (<span class="title">Sp.</span>) <span class="bibl">53</span>: metaph., ἡ. σοφία <span class="bibl">Ph.1.322</span>.
|Definition=ἡμιπαγές, [[half-congealed]], [[half-hardened]], Pl.''Ti.''59e,60d; δρόσος Arist.''Mu.''394a26; <b class="b3">ᾠὰ ἡ.</b> [[half-hard]], [[medium-boiled]] eggs, Hp.''Acut.'' (''Sp.'') 53: metaph., ἡ. σοφία Ph.1.322.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] ές, halb geronnen, halb hart; ᾠά Plat. Tim. 59 e; Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] ές, halb geronnen, halb hart; ᾠά Plat. Tim. 59 e; Hippocr.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμῐπᾰγής:''' [[наполовину сгустившийся]], [[полуотвердевший]] ([[ὑγρόν]] Plat.): [[δρόσος]] ἡ. Arst. иней.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ακροπαγής]], [[χρυσοπαγής]])].
|mltxt=[[ἡμιπαγής]], -ές (Α)<br />ο [[σχεδόν]] στερεοποιημένος, ο πηγμένος [[κατά]] το ήμισυ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[τέρας]] με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο [[κάτω]] [[μέρος]] του προσώπου ώς το [[στόμα]], που [[είναι]] κοινό για τα δύο σώματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ. για τη [[μάθηση]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[άρτιος]], που δεν [[είναι]] [[πλήρης]] («ἡμιπαγὴς [[σοφία]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>επάγην</i>, [[πήγνυμι]] ([[πρβλ]]. [[ακροπαγής]], [[χρυσοπαγής]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμῐπᾰγής:''' [[наполовину сгустившийся]], [[полуотвердевший]] ([[ὑγρόν]] Plat.): [[δρόσος]] ἡ. Arst. иней.
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπᾰγής Medium diacritics: ἡμιπαγής Low diacritics: ημιπαγής Capitals: ΗΜΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: hēmipagḗs Transliteration B: hēmipagēs Transliteration C: imipagis Beta Code: h(mipagh/s

English (LSJ)

ἡμιπαγές, half-congealed, half-hardened, Pl.Ti.59e,60d; δρόσος Arist.Mu.394a26; ᾠὰ ἡ. half-hard, medium-boiled eggs, Hp.Acut. (Sp.) 53: metaph., ἡ. σοφία Ph.1.322.

German (Pape)

[Seite 1169] ές, halb geronnen, halb hart; ᾠά Plat. Tim. 59 e; Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπᾰγής: наполовину сгустившийся, полуотвердевший (ὑγρόν Plat.): δρόσος ἡ. Arst. иней.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπᾰγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ πεπηγώς, ἐστεροποιημένος, Πλάτ. Τιμ. 59Ε, 60D˙ ᾠὰ ἡμιπαγῆ, ἡμίπηκτα, κοιν. «μελᾶτα», Ἱππ. 405. 39˙ - μεταφ., ἡμ. σοφία Φίλων 1. 322.

Greek Monolingual

ἡμιπαγής, -ές (Α)
ο σχεδόν στερεοποιημένος, ο πηγμένος κατά το ήμισυ
νεοελλ.
ιατρ. τέρας με δύο σώματα ενωμένα στον θώρακα, στον λαιμό και στο κάτω μέρος του προσώπου ώς το στόμα, που είναι κοινό για τα δύο σώματα
αρχ.
1. (μτφ. για τη μάθηση) αυτός που δεν είναι άρτιος, που δεν είναι πλήρης («ἡμιπαγὴς σοφία», Φίλ.)
2. φρ. «ᾠά ἡμιπαγῆ» — αβγά μελάτα, που δεν έχουν πήξει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -παγής < επάγην, πήγνυμι (πρβλ. ακροπαγής, χρυσοπαγής)].