ἱεροβοτάνη: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ierovotani
|Transliteration C=ierovotani
|Beta Code=i(erobota/nh
|Beta Code=i(erobota/nh
|Definition=[ᾰ], ἡ, = [[ἱερὰ βοτάνη]] (cf. [[βοτάνη]]), Isid.<span class="title">Etym.</span>17.9.55.
|Definition=[ᾰ], ἡ, = [[ἱερὰ βοτάνη]] (cf. [[βοτάνη]]), Isid.''Etym.''17.9.55.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεροβοτάνη''': ᾰ, ἡ, ἱερὰ [[βοτάνη]], ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς [[φυλακτήριον]]· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ [[βοτάνη]], ὡς συνώνυμον τῷ [[περιστερεών]].
|lstext='''ἱεροβοτάνη''': ᾰ, ἡ, ἱερὰ [[βοτάνη]], ἡ [[σιδηρῖτις]], «σιδηρόχορτο», Λατ. [[verbena]], κληθὲν [[οὕτως]] [[ἐπειδὴ]] ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς [[φυλακτήριον]]· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ [[βοτάνη]], ὡς συνώνυμον τῷ [[περιστερεών]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἱεροβοτάνη]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] του γένους βερβένα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βοτάνη]].
|mltxt=η (Α [[ἱεροβοτάνη]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] του γένους βερβένα<br /><b>αρχ.</b><br />το [[φυτό]] που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βοτάνη]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das heilige [[Kraut]], [[Eisenkraut]], [[verbena]]</i>, weil es bei [[heiligen]] [[Weihen]] und [[Reinigungen]] [[gebraucht]] wurde, Diosc., auch [[περιστερεών]] [[genannt]].
}}
}}

Latest revision as of 06:20, 14 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροβοτάνη Medium diacritics: ἱεροβοτάνη Low diacritics: ιεροβοτάνη Capitals: ΙΕΡΟΒΟΤΑΝΗ
Transliteration A: hierobotánē Transliteration B: hierobotanē Transliteration C: ierovotani Beta Code: i(erobota/nh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, = ἱερὰ βοτάνη (cf. βοτάνη), Isid.Etym.17.9.55.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροβοτάνη: ᾰ, ἡ, ἱερὰ βοτάνη, ἡ σιδηρῖτις, «σιδηρόχορτο», Λατ. verbena, κληθὲν οὕτως ἐπειδὴ ἐχρησίμευεν εἰς θυσίας, ἁγιασμοὺς καὶ ὡς φυλακτήριον· ἐν Διοσκ. 4. 61, ἱερὰ βοτάνη, ὡς συνώνυμον τῷ περιστερεών.

Greek Monolingual

η (Α ἱεροβοτάνη)
ονομασία φυτών του γένους βερβένα
αρχ.
το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + βοτάνη.

German (Pape)

ἡ, das heilige Kraut, Eisenkraut, verbena, weil es bei heiligen Weihen und Reinigungen gebraucht wurde, Diosc., auch περιστερεών genannt.