ληπτός: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liptos | |Transliteration C=liptos | ||
|Beta Code=lhpto/s | |Beta Code=lhpto/s | ||
|Definition= | |Definition=ληπτή, ληπτόν, ([[λαμβάνω]])<br><span class="bld">A</span> [[to be apprehended]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; <b class="b3">πρὸς αἴσθησιν</b> Chryserm. ap. Gal.8.741.<br><span class="bld">b</span> later, [[to be apprehended by the senses]], opp. [[νοητός]], ''AP''11.354.6 (Agath.).<br><span class="bld">2</span> in Stoic philos., [[acceptable]], [[not to be refused if offered]], ''Stoic.''3.32, 34.<br><span class="bld">II</span> = [[ἐπίληπτος]], Arist.''Pr.''896b6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] adj. verb. zu [[λαμβάνω]], zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] adj. verb. zu [[λαμβάνω]], zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qu'on peut prendre <i>ou</i> saisir, <i>particul.</i> par l'intelligence;<br /><b>2</b> [[acceptable]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[λαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[воспринимаемый]], [[схватываемый]], [[уловимый]] (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">2</b> (в философии стоиков), [[приемлемый]] (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. | |lstext='''ληπτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[λαμβάνω]] (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ [[νοητός]], Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· [[ὡσαύτως]], λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ [[μήτε]] νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε [[προηγμένα]]. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ληπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[λαμβάνω]], αυτός που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ. | |lsmtext='''ληπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[λαμβάνω]], αυτός που μπορεί να γίνει [[αντιληπτός]] δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ληπτός]], ή, όν verb. adj. of [[λαμβάνω]],]<br />to be apprehended, Plat., Anth. | |mdlsjtxt=[[ληπτός]], ή, όν verb. adj. of [[λαμβάνω]],]<br />to be apprehended, Plat., Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ληπτή, ληπτόν, (λαμβάνω)
A to be apprehended, λόγῳ καὶ διανοίᾳ Pl.R. 529d; τῷ λογισμῷ Max.Tyr.7.5; πρὸς αἴσθησιν Chryserm. ap. Gal.8.741.
b later, to be apprehended by the senses, opp. νοητός, AP11.354.6 (Agath.).
2 in Stoic philos., acceptable, not to be refused if offered, Stoic.3.32, 34.
II = ἐπίληπτος, Arist.Pr.896b6.
German (Pape)
[Seite 40] adj. verb. zu λαμβάνω, zu nehmen, zu bekommen, zu begreifen, Plat. Rep. VII, 529 d u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qu'on peut prendre ou saisir, particul. par l'intelligence;
2 acceptable.
Étymologie: adj. verb. de λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ληπτός:
1 воспринимаемый, схватываемый, уловимый (λόγῳ καὶ διανοίᾳ Plat.);
2 (в философии стоиков), приемлемый (о вещах, которые не должны быть целью нашей деятельности, но не должны и отвергаться, если они даны) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ληπτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λαμβάνω (λήψομαι), ὃν δύναταί τις νὰ λάβῃ ἢ ἀντιληφθῇ διὰ τῶν αἰσθήσεων, ἀντίθετ. τῷ νοητός, Ἀνθ. Π. 11. 354, 6· ὡσαύτως, λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτὰ Πλάτ. Πολ. 529D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, ληπτά, ἐκαλοῦντο τὰ δεκτὰ πράγματα, ὅσα δηλ. δὲν ἔπρεπε μὲν νὰ γίνωνται ὁ σκοπὸς τῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μήτε νὰ ἀπορρίπτωνται προσφερόμενα αὐτῷ, Πλουτ. 2. 1068A, 1070A· ἴδε προηγμένα. ΙΙ. = ἐπίληπτος, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50.
Greek Monolingual
ληπτός, -ή, -όν (AM)
αυτός τον οποίο μπορεί να αντιληφθεί κάποιος, αντιληπτός («λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί με τις αισθήσεις, αισθητός
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον αποδεχθεί, αποδεκτός
3. συλληφθείς επ' αυτοφώρω
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ληπτά
(φιλοσ.) (στους Στωϊκούς) τα δεκτά πράγματα, δηλ. όσα δεν έπρεπε να αποτελούν σκοπό της ενέργειας του ανθρώπου, αλλά ούτε και να απορρίπτονται από τον άνθρωπο, όταν του προσφέρονταν.
επίρρ...
ληπτῶς (Μ)
με αποδεκτό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λᾱβ- (ιων.-αττ. ληβ-) του λαμβάνω (πρβλ. λήψομαι, λήμμα)].
Greek Monotonic
ληπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του λαμβάνω, αυτός που μπορεί να γίνει αντιληπτός δια των αισθήσεων, σε Πλάτ., Ανθ.
Middle Liddell
ληπτός, ή, όν verb. adj. of λαμβάνω,]
to be apprehended, Plat., Anth.