κατωμαδόν: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katomadon | |Transliteration C=katomadon | ||
|Beta Code=katwmado/n | |Beta Code=katwmado/n | ||
|Definition=Adv., (ὦμος) < | |Definition=Adv., ([[ὦμος]])<br><span class="bld">A</span> [[from the shoulders]], μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il.15.352, cf. 23.500.<br><span class="bld">II</span> [[on]] or [[hanging from the shoulders]], A.R.2.679; δωρηθεὶς ἐνετῇσι κ. ἠλέκτροιο ''BCH''50.529 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] von den Schultern her, auf der Schulter; μάστι δ' αἰὲν ἔλαυνε [[κατωμαδόν]] Il. 15, 352. 23, 500, er schlug mit der Peitsche über die Schultern der Pferde; Andere erkl. mit zurückgebogener Hand von den Schultern her ausholend, vgl. [[κατωμάδιος]]. Ap. Rh. 2, 679 [[ἰοδόκη]] τετάνυστο [[κατωμαδόν]], hing von der Schulter herab. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1407.png Seite 1407]] von den Schultern her, auf der Schulter; μάστι δ' αἰὲν ἔλαυνε [[κατωμαδόν]] Il. 15, 352. 23, 500, er schlug mit der Peitsche über die Schultern der Pferde; Andere erkl. mit zurückgebogener Hand von den Schultern her ausholend, vgl. [[κατωμάδιος]]. Ap. Rh. 2, 679 [[ἰοδόκη]] τετάνυστο [[κατωμαδόν]], hing von der Schulter herab. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=<i>adv.</i><br />[[en ramenant le bras près de l'épaule]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὦμος]], -δον. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατωμαδόν [[[κατά]], [[ὦμος]]] adv., vanaf de schouder. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''κατωμᾰδόν:''' [[с плеча]], [[со всего размаху]] (μάστιγι [[ἐλάαν]] ἵππους Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''κατωμᾰδόν:''' επίρρ. ([[ὦμος]]), από τους ώμους, με το [[χέρι]] τραβηγμένο [[πίσω]] στον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''κατωμᾰδόν:''' επίρρ. ([[ὦμος]]), από τους ώμους, με το [[χέρι]] τραβηγμένο [[πίσω]] στον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατωμᾰδόν''': Ἐπίρρ. ([[ὦμος]]) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα [[ὀπίσω]] πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ [[κτύπημα]] γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε [[ἐπωμαδόν]], [[κατωμάδιος]]. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὦμος]]<br />from the shoulders, with the arm [[drawn]] [[back]] to the [[shoulder]], Il. | |mdlsjtxt=[[ὦμος]]<br />from the shoulders, with the arm [[drawn]] [[back]] to the [[shoulder]], Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (ὦμος)
A from the shoulders, μάστιγι κ. ἤλασεν ἵππους Il.15.352, cf. 23.500.
II on or hanging from the shoulders, A.R.2.679; δωρηθεὶς ἐνετῇσι κ. ἠλέκτροιο BCH50.529 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1407] von den Schultern her, auf der Schulter; μάστι δ' αἰὲν ἔλαυνε κατωμαδόν Il. 15, 352. 23, 500, er schlug mit der Peitsche über die Schultern der Pferde; Andere erkl. mit zurückgebogener Hand von den Schultern her ausholend, vgl. κατωμάδιος. Ap. Rh. 2, 679 ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν, hing von der Schulter herab.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ramenant le bras près de l'épaule.
Étymologie: κατά, ὦμος, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατωμαδόν [κατά, ὦμος] adv., vanaf de schouder.
Russian (Dvoretsky)
κατωμᾰδόν: с плеча, со всего размаху (μάστιγι ἐλάαν ἵππους Hom.).
English (Autenrieth)
(ὦμος): (down) from (over) the shoulder, of the whip as used by the driver, or ‘down on the shoulders' of the horses. (Il.)
Greek Monolingual
κατωμαδόν (ΑΜ)
επίρρ. με εξάρτηση από τους ώμους
αρχ.
πάνω στους ώμους, πάνω στη ράχη («ὧς εἰπὼν μάστιγι κατωμαδὸν ἤλασεν ἵππους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠμαδ-όν «πάνω στους ώμους»].
Greek Monotonic
κατωμᾰδόν: επίρρ. (ὦμος), από τους ώμους, με το χέρι τραβηγμένο πίσω στον ώμο, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατωμᾰδόν: Ἐπίρρ. (ὦμος) ἐκ τῶν ὤμων, μάστιγι κατ. ἤλασεν ἵππους, ἐμαστίγωσε τοὺς ἵππους φέρων τὸν βραχίονα ὀπίσω πρὸς τὸν ὦμον, ἵνα τὸ κτύπημα γίνῃ δυνατώτερον, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει «κατὰ τὸν ὦμον τῶν ἵππων», Ἰλ. Ο. 352, πρβλ. Ψ. 500, καὶ ἴδε ἐπωμαδόν, κατωμάδιος. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὤμων ἢ ἐξηρτημένος ἐκ τῶν ὤμων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 679.
Middle Liddell
ὦμος
from the shoulders, with the arm drawn back to the shoulder, Il.