πελταστής: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=peltastis
|Transliteration C=peltastis
|Beta Code=peltasth/s
|Beta Code=peltasth/s
|Definition=οῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[peltast]], [[one who bears a light shield]] ([[πέλτη]]), [[targeteer]], E.Rh. 311, Th. 2.29, Lys. 19.21, X.Cyr. 2.1.5.<br><span class="bld">II</span> in plural, generally, [[πελτασταί]] = [[light troops]], Id.HG4.4.16, IG12.97.17,99.5, etc.
|Definition=πελταστοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[peltast]], [[one who bears a light shield]] ([[πέλτη]]), [[targeteer]], E.Rh. 311, Th. 2.29, Lys. 19.21, X.Cyr. 2.1.5.<br><span class="bld">II</span> in plural, generally, [[πελτασταί]] = [[light troops]], Id.HG4.4.16, IG12.97.17,99.5, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, [[ὅπλον]], einen kleinen u. leichten, [[πέλτη]] führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, [[ὅπλον]], einen kleinen u. leichten, [[πέλτη]] führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.
}}
{{ls
|lstext='''πελταστής''': -οῦ, ὁ, ([[πελτάζω]]) [[στρατιώτης]] φέρων πέλτην [[ἤτοι]] ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· [[συχνάκις]] μνημονεύονται μετὰ τῶν τοξοτῶν, [[οἷον]] Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· [[ἐντεῦθεν]] οἱ πελτασταί, [[καθόλου]] ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. [[πέλτη]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />peltaste, soldat d'infanterie légère <i>armé du bouclier</i> [[πέλτη]].<br />'''Étymologie:''' [[πελτάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />peltaste, soldat d'infanterie légère <i>armé du bouclier</i> [[πέλτη]].<br />'''Étymologie:''' [[πελτάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελταστής -οῦ, ὁ [πέλτη] [[peltast]] (infanterist met een licht schild); plur. [[πελτασταί]] = [[lichte infanterie]].
}}
{{elru
|elrutext='''πελταστής:''' οῦ ὁ [[вооруженный легким щитом]], [[легковооруженный пехотинец]], [[пельтаст]] Thuc., Eur., Xen. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[πέλτη]], ελαφριά [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πελτασταί</i><br />σώματα [[ελαφρά]] οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν [[πέλτη]], μικρή [[ασπίδα]] με [[σχήμα]] μηνοειδές, [[καθώς]] και [[ακόντιο]], ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν [[κράνος]] και έφεραν [[επίσης]] ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν [[θέση]] [[μεταξύ]] τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ [[συχνά]] αναφέρονται και [[κοντά]] στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική [[δύναμη]] αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της [[φάλαγγας]] έχασαν την [[αξία]] τους κι έπεσαν σε [[παρακμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελτάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[πέλτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στής</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ασπι</i>-<i>στής</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>στρατ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιώτης]] οπλισμένος με [[πέλτη]], ελαφριά [[ασπίδα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ πελτασταί</i><br />σώματα [[ελαφρά]] οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν [[πέλτη]], μικρή [[ασπίδα]] με [[σχήμα]] μηνοειδές, [[καθώς]] και [[ακόντιο]], ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν [[κράνος]] και έφεραν [[επίσης]] ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν [[θέση]] [[μεταξύ]] τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ [[συχνά]] αναφέρονται και [[κοντά]] στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική [[δύναμη]] αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της [[φάλαγγας]] έχασαν την [[αξία]] τους κι έπεσαν σε [[παρακμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πελτάζω]] ή <span style="color: red;"><</span> [[πέλτη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στής</i> ([[πρβλ]]. [[ασπιστής]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>.
|lsmtext='''πελταστής:''' -οῦ, ὁ ([[πελτάζω]]), αυτός που φέρει ελαφριά [[ασπίδα]] ([[πέλτη]]) αντί για [[βαρύ]] [[ὅπλον]], ο [[πελταστής]], Λατ. [[cetratus]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν [[ανάμεσα]] στους <i>ὁπλῖταις</i> και στους <i>ψιλούς</i>.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πελταστής:''' οῦ ὁ вооруженный легким щитом, легковооруженный пехотинец, пельтаст Thuc., Eur., Xen. etc.
|lstext='''πελταστής''': -οῦ, ὁ, ([[πελτάζω]]) [[στρατιώτης]] φέρων πέλτην [[ἤτοι]] ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· [[συχνάκις]] μνημονεύονται μετὰ τῶν τοξοτῶν, [[οἷον]] Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· [[ἐντεῦθεν]] οἱ πελτασταί, [[καθόλου]] ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. [[πέλτη]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελταστής -οῦ, [πέλτη] [[peltast]] (infanterist met een licht schild); plur. [[πελτασταί]] = [[lichte infanterie]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελταστής]], οῦ, ὁ, [[πελτάζω]]<br />one who bears a [[light]] [[shield]] (πέλτἠ [[instead]] of the [[heavy]] [[ὅπλον]], a [[targeteer]], Lat. [[cetratus]], Eur., Thuc., etc. The peltasts held a [[place]] [[between]] the ὁπλῖται and ψιλοί.
|mdlsjtxt=[[πελταστής]], οῦ, ὁ, [[πελτάζω]]<br />one who bears a [[light]] [[shield]] (πέλτἠ [[instead]] of the [[heavy]] [[ὅπλον]], a [[targeteer]], Lat. [[cetratus]], Eur., Thuc., etc. The peltasts held a [[place]] [[between]] the ὁπλῖται and ψιλοί.
}}
}}
==Wikipedia EN==
{{wkpen
A peltast (Greek: πελταστής peltastes) was a type of light infantryman, originating in Thrace and Paeonia, and named after the kind of shield he carried. Thucydides mentions the Thracian peltasts, while Xenophon in the Anabasis distinguishes the Thracian and Greek peltast troops. The peltast often served as a skirmisher in Hellenic and Hellenistic armies. In the Medieval period, the same term was used for a type of Byzantine infantryman.
|wketx=A peltast (Greek: πελταστής peltastes) was a type of light infantryman, originating in Thrace and Paeonia, and named after the kind of shield he carried. Thucydides mentions the Thracian peltasts, while Xenophon in the Anabasis distinguishes the Thracian and Greek peltast troops. The peltast often served as a skirmisher in Hellenic and Hellenistic armies. In the Medieval period, the same term was used for a type of Byzantine infantryman.
==Wikipedia RU==
}}
Пельтасты (др.-греч. πελταστής) — разновидность лёгкой пехоты в Древней Греции, часто использовались как застрельщики, метавшие дротики. Получили наименование по названию щита — пелта; в сражениях, как правило, играли вспомогательную роль, но известны случаи (Битва при Лехее), когда при численном превосходстве разбивали фалангу, лишённую прикрытия из конницы и лёгкой пехоты.
{{wkpru
|wkrutx=Пельтасты (др.-греч. πελταστής) — разновидность лёгкой пехоты в Древней Греции, часто использовались как застрельщики, метавшие дротики. Получили наименование по названию щита — пелта; в сражениях, как правило, играли вспомогательную роль, но известны случаи (Битва при Лехее), когда при численном превосходстве разбивали фалангу, лишённую прикрытия из конницы и лёгкой пехоты.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[στρατιώτης]] μέ μικρή ἀσπίδα). Ἀπό τό [[πελτάζω]] (=ὑπηρετῶ σάν [[πελταστής]]) πού παράγεται ἀπό τό [[πέλτη]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[πελταστικός]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[cetratus]]'', [[shield-bearing]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.29.5/ 2.29.5]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.79.4/ 2.79.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%202.79.4/ 2.79.4][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.28.4/ 4.28.4]. 32 [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.2.1/ 4.2.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.93.3/ 4.93.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.111.1/ 4.111.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.28.2/ 4.28.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.123.4/ 4.123.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%204.129.2/ 4.129.2]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.6.4/ 5.6.4]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.6.4/ 5.6.4][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.10.9/ 5.10.9], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.10.9/ 5.10.9][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.10.1/ 5.10.1]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.1/ 7.27.1].
}}
{{trml
{{trml
|trtx=az: peltastlar; be: пелтасты; bg: пелтаст; ca: peltasta; cs: peltast; da: peltast; de: Peltast; el: πελταστής; en: peltast; eo: peltasto; es: peltasta; fa: پلتست; fr: peltaste; he: פלטסט; hu: peltasztész; id: peltastes; io: peltasto; it: peltasta; ja: ペルタスト; ko: 펠타스트; la: peltastae; mr: पेल्टास्ट; nl: peltast; no: peltast; oc: peltasta; pl: peltasta; pt: peltasta; ro: peltast; ru: пельтасты; sh: peltasti; sr: пелтасти; sv: peltast; uk: пельтасти
|trtx=az: peltastlar; be: пелтасты; bg: пелтаст; ca: peltasta; cs: peltast; da: peltast; de: Peltast; el: πελταστής; en: peltast; eo: peltasto; es: peltasta; fa: پلتست; fr: peltaste; he: פלטסט; hu: peltasztész; id: peltastes; io: peltasto; it: peltasta; ja: ペルタスト; ko: 펠타스트; la: peltastae; mr: पेल्टास्ट; nl: peltast; no: peltast; oc: peltasta; pl: peltasta; pt: peltasta; ro: peltast; ru: пельтасты; sh: peltasti; sr: пелтасти; sv: peltast; uk: пельтасти
}}
}}

Latest revision as of 15:26, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελταστής Medium diacritics: πελταστής Low diacritics: πελταστής Capitals: ΠΕΛΤΑΣΤΗΣ
Transliteration A: peltastḗs Transliteration B: peltastēs Transliteration C: peltastis Beta Code: peltasth/s

English (LSJ)

πελταστοῦ, ὁ,
A peltast, one who bears a light shield (πέλτη), targeteer, E.Rh. 311, Th. 2.29, Lys. 19.21, X.Cyr. 2.1.5.
II in plural, generally, πελτασταί = light troops, Id.HG4.4.16, IG12.97.17,99.5, etc.

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, der leichtbewaffnete Krieger, der statt des großen und schweren Schildes, ὅπλον, einen kleinen u. leichten, πέλτη führt, Eur. Rhes. 311; Thuc. 2, 29 u., Folgde, das lat. cetratus.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
peltaste, soldat d'infanterie légère armé du bouclier πέλτη.
Étymologie: πελτάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελταστής -οῦ, ὁ [πέλτη] peltast (infanterist met een licht schild); plur. πελτασταί = lichte infanterie.

Russian (Dvoretsky)

πελταστής: οῦ ὁ вооруженный легким щитом, легковооруженный пехотинец, пельтаст Thuc., Eur., Xen. etc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
στρατ.
1. στρατιώτης οπλισμένος με πέλτη, ελαφριά ασπίδα
2. στον πληθ. οἱ πελτασταί
σώματα ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών που κρατούσαν πέλτη, μικρή ασπίδα με σχήμα μηνοειδές, καθώς και ακόντιο, ενώ σύμφωνα με τον Ηρόδοτο φορούσαν κράνος και έφεραν επίσης ένα ή δύο μαχαίρια, αρχικά ήταν Θράκες μισθοφόροι και κατείχαν θέση μεταξύ τών οπλιτών και τών ψιλών, ενώ συχνά αναφέρονται και κοντά στους τοξότες, υπό τον Αθηναίο στρατηγό Ιφικράτη αναδείχθηκαν σε στρατιωτική δύναμη αποφασιστικής σημασίας, ύστερα όμως από την άνοδο και τις κατακτήσεις του μακεδονικού στρατιωτικού συστήματος της φάλαγγας έχασαν την αξία τους κι έπεσαν σε παρακμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελτάζω ή < πέλτη + κατάλ. -στής (πρβλ. ασπιστής)].

Greek Monotonic

πελταστής: -οῦ, ὁ (πελτάζω), αυτός που φέρει ελαφριά ασπίδα (πέλτη) αντί για βαρύ ὅπλον, ο πελταστής, Λατ. cetratus, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ. Οι πελταστές βρίσκονταν ανάμεσα στους ὁπλῖταις και στους ψιλούς.

Greek (Liddell-Scott)

πελταστής: -οῦ, ὁ, (πελτάζω) στρατιώτης φέρων πέλτην ἤτοι ἀσπίδα ἐλαφράν, Λατ. cetratus, Εὐρ. Ρῆσ. 311, Θουκ 2. 29, Λυσ. 153. 40, κτλ. Οἱ πελτασταὶ ἦσαν κατ’ ἀρχὰς Θρᾷκες μισθοφόροι καὶ κατεῖχον θέσιν μεταξὺ τῶν ὁπλιτῶν καὶ τῶν ψιλῶν· συχνάκις μνημονεύονται μετὰ τῶν τοξοτῶν, οἷον Ξεν. Κύρ. 2. 1, 5· ἐντεῦθεν οἱ πελτασταί, καθόλου ἐπὶ τῶν ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατιωτῶν, levis armaturae milites, ἀπετέλεσαν δὲ κατὰ πρῶτον δύναμιν σπουδαίαν ἐν τῷ Ἑλληνικῷ στρατῷ ὑπὸ τὸν στρατηγὸν Ἰφικράτη, ἴδε Ξεν. Ἑλλ. 4. 4. 16, καὶ 5. 12 κἑξ. Πρβλ. πέλτη.

Middle Liddell

πελταστής, οῦ, ὁ, πελτάζω
one who bears a light shield (πέλτἠ instead of the heavy ὅπλον, a targeteer, Lat. cetratus, Eur., Thuc., etc. The peltasts held a place between the ὁπλῖται and ψιλοί.

Wikipedia EN

A peltast (Greek: πελταστής peltastes) was a type of light infantryman, originating in Thrace and Paeonia, and named after the kind of shield he carried. Thucydides mentions the Thracian peltasts, while Xenophon in the Anabasis distinguishes the Thracian and Greek peltast troops. The peltast often served as a skirmisher in Hellenic and Hellenistic armies. In the Medieval period, the same term was used for a type of Byzantine infantryman.

Wikipedia RU

Пельтасты (др.-греч. πελταστής) — разновидность лёгкой пехоты в Древней Греции, часто использовались как застрельщики, метавшие дротики. Получили наименование по названию щита — пелта; в сражениях, как правило, играли вспомогательную роль, но известны случаи (Битва при Лехее), когда при численном превосходстве разбивали фалангу, лишённую прикрытия из конницы и лёгкой пехоты.

Mantoulidis Etymological

(=στρατιώτης μέ μικρή ἀσπίδα). Ἀπό τό πελτάζω (=ὑπηρετῶ σάν πελταστής) πού παράγεται ἀπό τό πέλτη.
Παράγωγα: πελταστικός.

Lexicon Thucydideum

cetratus, shield-bearing, 2.29.5. 2.79.4. 2.79.44.28.4. 32 4.2.1. 4.93.3, 4.111.1. 4.28.2. 4.123.4. 4.129.2. 5.6.4. 5.6.45.10.9, 5.10.95.10.1. 7.27.1.

Translations

az: peltastlar; be: пелтасты; bg: пелтаст; ca: peltasta; cs: peltast; da: peltast; de: Peltast; el: πελταστής; en: peltast; eo: peltasto; es: peltasta; fa: پلتست; fr: peltaste; he: פלטסט; hu: peltasztész; id: peltastes; io: peltasto; it: peltasta; ja: ペルタスト; ko: 펠타스트; la: peltastae; mr: पेल्टास्ट; nl: peltast; no: peltast; oc: peltasta; pl: peltasta; pt: peltasta; ro: peltast; ru: пельтасты; sh: peltasti; sr: пелтасти; sv: peltast; uk: пельтасти