ἐναιώρημα: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enaiorima
|Transliteration C=enaiorima
|Beta Code=e)naiw/rhma
|Beta Code=e)naiw/rhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[suspended matter]] in urine, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. [[ζ]], <span class="bibl">Orib.<span class="title">Syn.</span>6.4.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[outer part of an extension apparatus for broken limbs]], Gal.18(2).581.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[suspended matter]] in urine, Hp.''Epid.''1.26.ζ, Orib.''Syn.''6.4.7.<br><span class="bld">II</span> [[outer part of an extension apparatus for broken limbs]], Gal.18(2).581.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[materia en suspensión]] en la orina ἐ. ὑπόμελαν ἐόν Hp.<i>Epid</i>.1.26.7, cf. 3.1.3, Gal.6.252, 9.602, Aët.12.12, Orib.<i>Syn</i>.6.4.7, Steph.<i>in Hp.Progn</i>.186.7, Pall.<i>Febr</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[suspensorio]] de las esferas de un mecanismo para la extensión de miembros fracturados, Gal.18(2).581.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναιώρημα''': τό, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αἰωρούμενον ἢ ἐπιπλέον, [[ἀφρός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 983, Γαλην.
|lstext='''ἐναιώρημα''': τό, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αἰωρούμενον ἢ ἐπιπλέον, [[ἀφρός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 983, Γαλην.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic.<br /><b class="num">1</b> [[materia en suspensión]] en la orina ἐ. ὑπόμελαν ἐόν Hp.<i>Epid</i>.1.26.7, cf. 3.1.3, Gal.6.252, 9.602, Aët.12.12, Orib.<i>Syn</i>.6.4.7, Steph.<i>in Hp.Progn</i>.186.7, Pall.<i>Febr</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[suspensorio]] de las esferas de un mecanismo para la extensión de miembros fracturados, Gal.18(2).581.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐναιώρημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται [[μέσα]] ή επιπλέει στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>2.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[διάλυμα]] στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο [[υγρό]] [[αλλά]] μετεωρίζονται [[μέσα]] σε αυτό<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το εξωτερικό [[μέρος]] συσκευής που εκτείνει σπασμένο [[μέλος]] του σώματος.
|mltxt=το (Α [[ἐναιώρημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που αιωρείται [[μέσα]] ή επιπλέει στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>2.</b> <b>(φαρμ.)</b> [[διάλυμα]] στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο [[υγρό]] [[αλλά]] μετεωρίζονται [[μέσα]] σε αυτό<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> το εξωτερικό [[μέρος]] συσκευής που εκτείνει σπασμένο [[μέλος]] του σώματος.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναιώρημα Medium diacritics: ἐναιώρημα Low diacritics: εναιώρημα Capitals: ΕΝΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: enaiṓrēma Transliteration B: enaiōrēma Transliteration C: enaiorima Beta Code: e)naiw/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A suspended matter in urine, Hp.Epid.1.26.ζ, Orib.Syn.6.4.7.
II outer part of an extension apparatus for broken limbs, Gal.18(2).581.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic.
1 materia en suspensión en la orina ἐ. ὑπόμελαν ἐόν Hp.Epid.1.26.7, cf. 3.1.3, Gal.6.252, 9.602, Aët.12.12, Orib.Syn.6.4.7, Steph.in Hp.Progn.186.7, Pall.Febr.14.
2 suspensorio de las esferas de un mecanismo para la extensión de miembros fracturados, Gal.18(2).581.

German (Pape)

[Seite 825] τό, das darin Schwebende, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναιώρημα: τό, τὸ ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας αἰωρούμενον ἢ ἐπιπλέον, ἀφρός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 983, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α ἐναιώρημα)
1. αυτό που αιωρείται μέσα ή επιπλέει στην επιφάνεια υγρού
2. (φαρμ.) διάλυμα στερεάς ουσίας που τα μόριά της δεν διαλύονται στο υγρό αλλά μετεωρίζονται μέσα σε αυτό
3. ιατρ. το εξωτερικό μέρος συσκευής που εκτείνει σπασμένο μέλος του σώματος.