συναιχμαλωτίς: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]].
|mltxt=-ίδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[συναιχμάλωτος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

German (Pape)

[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.