σύνεργον: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synergon | |Transliteration C=synergon | ||
|Beta Code=su/nergon | |Beta Code=su/nergon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[implement]], [[tool]], Artem.3.36, POxy.1069.8 (iii A.D.), 1159.20 (iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> pl., [[σύνεργα]] = [[trimming]]s, κιθωνίου Sammelb.7250.11, cf. 7248.21 (iii/iv A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[σύνεργον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σύνεργα</i><br />το [[σύνολο]] τών εργαλείων τεχνίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>σύνεργος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[συνεργός]])]. | |mltxt=το / [[σύνεργον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[εργαλείο]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα σύνεργα</i><br />το [[σύνολο]] τών εργαλείων τεχνίτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>σύνεργος</i> (<b>βλ. λ.</b> [[συνεργός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:45, 28 September 2022
English (LSJ)
τό,
A implement, tool, Artem.3.36, POxy.1069.8 (iii A.D.), 1159.20 (iii A.D.).
II pl., σύνεργα = trimmings, κιθωνίου Sammelb.7250.11, cf. 7248.21 (iii/iv A.D.).
Greek Monolingual
το / σύνεργον, ΝΜΑ
1. εργαλείο
2. στον πληθ. τα σύνεργα
το σύνολο τών εργαλείων τεχνίτη
αρχ.
πληθ. τα χειροποίητα διακοσμητικά στοιχεία, τα στολίδια υφάσματος ή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. σύνεργος (βλ. λ. συνεργός)].