δαιδαλόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0514.png Seite 514]] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).
}}
{{bailly
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />[[aux mains habiles]].<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]], [[χείρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=δαιδαλόχειρ -ειρος &#91;[[δαίδαλος]], [[χείρ]]] als adj. met vaardige hand.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιδᾰλόχειρ:''' χειρος adj. искусный, умелый Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιδᾰλόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.
|lstext='''δαιδᾰλόχειρ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.
}}
{{bailly
|btext=ειρος (ὁ, ἡ)<br />aux mains habiles.<br />'''Étymologie:''' [[δαίδαλος]], [[χείρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δαιδᾰλόχειρ:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[επιδεξιότητα]], αυτός που έχει ικανά χέρια, [[δεξιοτέχνης]], [[επιδέξιος]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιδᾰλόχειρ:''' χειρος adj. искусный, умелый Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[cunning]] of [[hand]], Anth.
|mdlsjtxt=[[cunning]] of [[hand]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 09:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιδᾰλόχειρ Medium diacritics: δαιδαλόχειρ Low diacritics: δαιδαλόχειρ Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΧΕΙΡ
Transliteration A: daidalócheir Transliteration B: daidalocheir Transliteration C: daidalocheir Beta Code: daidalo/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος, cunning of hand, AP6.204 (Leon.).

Spanish (DGE)

(δαιδᾰλόχειρ) -χειρος artista Θῆρις ὁ δ. AP 6.204 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 514] ειρος, mit kunstvollen Händen, Leon. Tar. 28 (VI, 204).

French (Bailly abrégé)

ειρος (ὁ, ἡ)
aux mains habiles.
Étymologie: δαίδαλος, χείρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιδαλόχειρ -ειρος [δαίδαλος, χείρ] als adj. met vaardige hand.

Russian (Dvoretsky)

δαιδᾰλόχειρ: χειρος adj. искусный, умелый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἔμπειρον, ἐπιδέξιον χεῖρα, Ἀνθ. Π. 6. 204.

Greek Monolingual

δαιδαλόχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει έμπειρο χέρι.

Greek Monotonic

δαιδᾰλόχειρ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει επιδεξιότητα, αυτός που έχει ικανά χέρια, δεξιοτέχνης, επιδέξιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

cunning of hand, Anth.