δυσγοήτευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysgoiteftos
|Transliteration C=dysgoiteftos
|Beta Code=dusgoh/teutos
|Beta Code=dusgoh/teutos
|Definition=ον, [[hard to seduce by enchantments]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>413e</span>.
|Definition=δυσγοήτευτον, [[hard to seduce by enchantments]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 413e.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0677.png Seite 677]] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[difficile à tromper par du charlatanisme]].<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[γοητεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσγοήτευτος:''' [[не позволяющий себя морочить]], [[не поддающийся обману]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσγοήτευτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
|lstext='''δυσγοήτευτος''': -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à tromper par du charlatanisme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[γοητεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσγοήτευτος:''' -ον ([[γοητεύω]]), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από [[μαγεία]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[γοητεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''δυσγοήτευτος:''' -ον ([[γοητεύω]]), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από [[μαγεία]], αυτός που δεν υπόκειται σε [[γοητεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσγοήτευτος:''' [[не позволяющий себя морочить]], [[не поддающийся обману]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]γοήτευτος, ον [[γοητεύω]]<br />[[hard]] to [[seduce]] by enchantments, Plat.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]γοήτευτος, ον [[γοητεύω]]<br />[[hard]] to [[seduce]] by enchantments, Plat.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσγοήτευτος Medium diacritics: δυσγοήτευτος Low diacritics: δυσγοήτευτος Capitals: ΔΥΣΓΟΗΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysgoḗteutos Transliteration B: dysgoēteutos Transliteration C: dysgoiteftos Beta Code: dusgoh/teutos

English (LSJ)

δυσγοήτευτον, hard to seduce by enchantments, Pl.R. 413e.

Spanish (DGE)

-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.

Russian (Dvoretsky)

δυσγοήτευτος: не позволяющий себя морочить, не поддающийся обману Plat.

Greek (Liddell-Scott)

δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.

Greek Monolingual

δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.

Greek Monotonic

δυσγοήτευτος: -ον (γοητεύω), αυτός που δύσκολα γοητεύεται, αυτός που δεν ξεγελιέται εύκολα, από μαγεία, αυτός που δεν υπόκειται σε γοητεία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

δυσ-γοήτευτος, ον γοητεύω
hard to seduce by enchantments, Plat.