ἀμφικτίονες: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfiktiones | |Transliteration C=amfiktiones | ||
|Beta Code=a)mfikti/ones | |Beta Code=a)mfikti/ones | ||
|Definition=or [[ἀμφικτύονες]], ων, οἱ, (v. [[κτίζω]]) [[they that dwell round]] or [[they that dwell near]], [[next neighbours]], Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented [[ἀμφικτιών]] or [[ἀμφικτυών]] by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.) | |Definition=or [[ἀμφικτύονες]], ων, οἱ, (v. [[κτίζω]]) [[they that dwell round]] or [[they that dwell near]], [[next neighbours]], [[Herodotus|Hdt.]]8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented [[ἀμφικτιών]] or [[ἀμφικτυών]] by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.) | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0140.png Seite 140]] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0140.png Seite 140]] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων (οἱ) :<br />[[qui habitent autour]], [[voisins]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], *κτίω, cf. [[κτίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφικτίονες:''' οἱ [[κτίζω]] жители окружающих областей, соседи Pind., Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]]. | |lstext='''ἀμφικτίονες''': -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. [[κτίζω]]), οἱ [[πέριξ]], οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε [[περικτίονες]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφικτίονες:''' ή —κτύονες, -ων, οἱ ([[κτίζω]]), αυτοί που διαμένουν [[τριγύρω]], οι διπλανοί γείτονες, σε Ηρόδ., Πίνδ. | |lsmtext='''ἀμφικτίονες:''' ή —κτύονες, -ων, οἱ ([[κτίζω]]), αυτοί που διαμένουν [[τριγύρω]], οι διπλανοί γείτονες, σε Ηρόδ., Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />they that [[dwell]] [[round]], [[next]] neighbours, Hdt., Pind. | |mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />they that [[dwell]] [[round]], [[next]] neighbours, Hdt., Pind. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτοί πού κατοικοῦν γύρω, οἱ κοντινοί γείτονες). Ἀπό τό [[ἀμφί]] + [[κτίζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
or ἀμφικτύονες, ων, οἱ, (v. κτίζω) they that dwell round or they that dwell near, next neighbours, Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented ἀμφικτιών or ἀμφικτυών by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.)
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
• Alolema(s): ἀμφικτύονες Hdt.8.104
1 asentados en torno, vecinos, próximos en gener. ref. a los miembros de una anfictionía κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας Pi.P.4.66, στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ... ἀνέειπεν Pi.P.10.8, ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Pi.N.6.39, τοὶ μὲν ὦν ... λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων Pi.I.3.26, ἀμφικτιόνων ἐν ἀέθλοις B.12.35, τοῖσι ἀμφικτυόσι ... τοῖσι ἀμφὶ ταύτης οἰκέουσι τῆς πόλιος Hdt.8.104, cf. Et.Sym.829.
2 con mayúscula, miembros de la liga anfictiónica, de Delfos, en sg., D.19.111, en plu. Hdt.2.180, Paus.10.8.2, Aeschin.2.117, Plu.Sol.11.1
•de Delos, Ath.173b
•Ἀ. δίκαι juicio ante el tribunal anfictiónico D.18.322
•tít. de una comedia de Teleclides, Telecl.1-9.
German (Pape)
[Seite 140] οἱ, Umwohner, Gränznachbarn, Pind. I. 3, 26 u. öfter; Her. 8, 104.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
qui habitent autour, voisins.
Étymologie: ἀμφί, *κτίω, cf. κτίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικτίονες: οἱ κτίζω жители окружающих областей, соседи Pind., Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικτίονες: -ων, οἱ, (ἴδε ἐν λ. κτίζω), οἱ πέριξ, οἱ πλησίον οἰκοῦντες, οἱ πλησιαίτατοι γείτονες, Ἡρόδ. 8. 104, Πινδ. ΙΙ. 4. 118, 10, 12, Ν. 6. 40· πρβλ. τὸ ἑπόμενον καὶ ἴδε περικτίονες.
English (Slater)
ἀμφικτῐονες those that live around, neighbours κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) (P. 4.66) στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ἀνέειπεν (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) (P. 10.8) ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι i. e. in Isthmian Games (N. 6.39) τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί ἀμφικτιόνων (I. 4.8) τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' ἀμφικτιόνεσσιν Παρθ. 2. 43.
Greek Monolingual
ἀμφικτίονες, και -κτύονες, οι (Α)
1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες
2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κτίονες ή -κτύονες < κτίζω «κατοικώ» (πρβλ. περι-κτίονες «γείτονες») και μυκην. me-ta-ki-ti-ta μετακτίται «μετοικήσαντες, μεταφερθέντες από αλλού». Ως προς τη γραφή –κτύονες με -υ-, πρόκειται για διαλεκτική εναλλαγή ι και υ που απαντά σε διαλεκτ. τύπους όπως ιων. αἰσυμνήτης: μεγαρ. αἰσιμνάτας, μόλυβδος: μόλιβος, βυβλίον: βιβλίον κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. Ἀμφικτυονία, ἀμφικτυονικός, ἀμφυκτυονίς].
Greek Monotonic
ἀμφικτίονες: ή —κτύονες, -ων, οἱ (κτίζω), αυτοί που διαμένουν τριγύρω, οι διπλανοί γείτονες, σε Ηρόδ., Πίνδ.
Middle Liddell
κτίζω
they that dwell round, next neighbours, Hdt., Pind.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτοί πού κατοικοῦν γύρω, οἱ κοντινοί γείτονες). Ἀπό τό ἀμφί + κτίζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.