ἐλατός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elatos
|Transliteration C=elatos
|Beta Code=e)lato/s
|Beta Code=e)lato/s
|Definition=ή, όν, (ἐλαύνω) of metal, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[ductile]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>385a16</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[beaten]], POxy.85ii16 (iv A.D.); χαλκός <span class="bibl">Hero<span class="title">Bel.</span>96.10</span>, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.49.3.8</span>; [[of beaten work]], σάλπιγγες <span class="bibl">LXX<span class="title">Nu.</span>10.2</span>; θώρακες <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>2.57b</span>.</span>
|Definition=ἐλατή, ἐλατόν, ([[ἐλαύνω]]) of [[metal]],<br><span class="bld">A</span> [[ductile]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''385a16, etc.<br><span class="bld">II</span> [[beaten]], POxy.85ii16 (iv A.D.); [[χαλκός]] Hero''Bel.''96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; [[of beaten work]], σάλπιγγες [[LXX]] ''Nu.''10.2; θώρακες Jul.''Or.''2.57b.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> del metal [[dúctil]], [[maleable]] χαλκός Arist.<i>Mete</i>.386<sup>b</sup>19, cf. 385<sup>a</sup>16, Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.73.11.<br /><b class="num">2</b> [[batido]], [[forjado]] χαλκός Ph.<i>Bel</i>.77.29, Hero <i>Bel</i>.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, <i>SB</i> 12648.38 (IV d.C.), <i>DP</i> 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ [[LXX]] 2<i>Pa</i>.9.16, θώρακες Iul.<i>Or</i>.3.57b, [[ἄντυξ]] Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ [[LXX]] <i>Nu</i>.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas</i> e.d. conviértelos en láminas</i> [[LXX]] <i>Nu</i>.17.3<br /><b class="num">•</b>de figuras [[repujado]] θεοί Thphl.Ant.<i>Autol</i>.1.1.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> del metal [[dúctil]], [[maleable]] χαλκός Arist.<i>Mete</i>.386<sup>b</sup>19, cf. 385<sup>a</sup>16, Alex.Aphr.<i>Quaest</i>.73.11.<br /><b class="num">2</b> [[batido]], [[forjado]] χαλκός Ph.<i>Bel</i>.77.29, Hero <i>Bel</i>.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, <i>SB</i> 12648.38 (IV d.C.), <i>DP</i> 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ [[LXX]] 2<i>Pa</i>.9.16, θώρακες Iul.<i>Or</i>.3.57b, [[ἄντυξ]] Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ [[LXX]] <i>Nu</i>.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas</i> e.d. conviértelos en láminas</i> [[LXX]] <i>Nu</i>.17.3<br /><b class="num">•</b>de figuras [[repujado]] θεοί Thphl.Ant.<i>Autol</i>.1.1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ductile <i>en parl. d'un métal</i> ; martelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
|lstext='''ἐλατός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἐλαύνω]], ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. [[χαλκός]], ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />ductile <i>en parl. d'un métal</i> ; martelé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλαύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].<br />-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
|mltxt=ο<br /><b>βλ.</b> [[έλατο]].<br />-ή, -ό (AM [[ἐλατός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη [[διαδικασία]] της έλασης<br /><b>2.</b> [[σφυρήλατος]], σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ελατό</i><br />η [[ελατότητα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλᾰτός:''' [adj. verb. к [[ἐλαύνω]] тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτός Medium diacritics: ἐλατός Low diacritics: ελατός Capitals: ΕΛΑΤΟΣ
Transliteration A: elatós Transliteration B: elatos Transliteration C: elatos Beta Code: e)lato/s

English (LSJ)

ἐλατή, ἐλατόν, (ἐλαύνω) of metal,
A ductile, Arist.Mete.385a16, etc.
II beaten, POxy.85ii16 (iv A.D.); χαλκός HeroBel.96.10, Heliod. ap. Orib.49.3.8; of beaten work, σάλπιγγες LXX Nu.10.2; θώρακες Jul.Or.2.57b.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 del metal dúctil, maleable χαλκός Arist.Mete.386b19, cf. 385a16, Alex.Aphr.Quaest.73.11.
2 batido, forjado χαλκός Ph.Bel.77.29, Hero Bel.96.10, Heliod. en Orib.49.3.8, SB 12648.38 (IV d.C.), DP 15.65, ἀσπίδες χρυσαῖ LXX 2Pa.9.16, θώρακες Iul.Or.3.57b, ἄντυξ Eust.1154.31, δόρατα χρυσᾶ LXX 3Re.10.16, σάλπιγγες ἀργυραῖ LXX Nu.10.2, καὶ ποίησον αὐτὰ (τὰ πυρεῖα) λεπίδας ἐλατάς y hazlos (los incensarios de bronce) finas láminas batidas e.d. conviértelos en láminas LXX Nu.17.3
de figuras repujado θεοί Thphl.Ant.Autol.1.1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ductile en parl. d'un métal ; martelé.
Étymologie: ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτός: [adj. verb. к ἐλαύνω тягучий (ὅσα μεταλλεύεται ἔστιν ἢ χυτὰ ἢ ἐλατά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐλατός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐλαύνω, ἐπὶ μετάλλου ὃ δύναταί τις νὰ ἐλάσῃ, νὰ πλατύνῃ διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6. 12, κ. ἀλλ.˙ περὶ τοῦ ἐλ. χαλκός, ἴδε Μυλλ. Ἀρχ. Τέχν. § 306. 4.

Greek Monolingual

ο
βλ. έλατο.
-ή, -ό (AM ἐλατός, -ή, -όν)
1. (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή να μετατραπεί σε ελάσματα με τη διαδικασία της έλασης
2. σφυρήλατος, σφυρηλατημένος («ἐλαταὶ σάλπιγγες, ἐλατοὶ θώρακες»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ελατό
η ελατότητα.