ἐμψυχία: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0821.png Seite 821]] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[état d'un être animé]], [[vie]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔμψυχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ [[одушевленность]] Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
|lstext='''ἐμψῡχία''': ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν [[ψῦχος]], Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />état d'un être animé, vie.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμψυχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
|mltxt=[[ἐμψυχία]], η (Α)<br />η [[ιδιότητα]] του έμψυχου, το να έχει [[κανείς]] [[ψυχή]], ζωή, [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />το [[ψύχος]], η [[ψυχρότητα]] ως κοσμικό [[στοιχείο]] αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», <b>Στοβ.</b> Ανθ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμψῡχία:''' ἡ [[одушевленность]] Plut., Sext.
}}
}}

Latest revision as of 19:20, 8 January 2023

English (LSJ)

ἡ, having life in one, animation, Epicur.Fr.310, Plu.2.1053b, S.E.P.2.25, Theo Sm.p.187 H., Dam.Pr.18, Simp.in Ph.638.2.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
posesión de alma, condición animada propia de hombres y dioses ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Placit.2.4.5 (= Archel.Phil.A 14), ἄνθρωπός ἐστι τοιουτονὶ μόρφωμα μετ' ἐμψυχίας Epicur.267U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.17.1, ἵνα μή ... οἰηθῶμεν τὴν ψυχὴν ὥσπερ τὴν ἐμψυχίαν ἀθάνατον μὲν εἶναι Boeth.Stoic.3.267.12, τὴν περίψυξιν ἀρχὴν ἐμψυχίας ποιεῖ (Crisipo) al enfriamiento hace origen de animación Plu.2.1053b, cf. Them.in de An.25.34, ἐ. τοῦ πνεύματος Herm.in Phdr.114, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη Procl.in Cra.p.87.

German (Pape)

[Seite 821] ἡ, 1) das Beseeltsein; Sext. Emp. adv. math. 9, 199; Plut. stoic. rep. 41. – 2) Kälte, Archel. bei Stob. ecl. 1 p. 454.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état d'un être animé, vie.
Étymologie: ἔμψυχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμψῡχία:одушевленность Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμψῡχία: ἡ, τὸ ἔχειν ψυχήν, ζωήν, Πλούτ. 2. 1053Β, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 25. ΙΙ. ἐσωτερικὸν ψῦχος, Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον Στοβ. Ἐκλογ. 1. 454.

Greek Monolingual

ἐμψυχία, η (Α)
η ιδιότητα του έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια
αρχ.
το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο του θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῦ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.).