εὐαρμοστία: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evarmostia
|Transliteration C=evarmostia
|Beta Code=eu)armosti/a
|Beta Code=eu)armosti/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[happy adaptation]], [[suitableness]], μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν <span class="bibl">Isoc.15.189</span>; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>411e</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.79</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>400d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Prt.</span> 326b</span>, etc.; εὐ. τρόπων <span class="bibl">D.61.19</span>; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.<span class="title">Pomp.</span>1; of political [[concord]], κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[happy adaptation]], [[suitableness]], μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.''Def.''411e, cf. Ph.2.79, etc.<br><span class="bld">II</span> of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 400d, ''Prt.'' 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.''Pomp.''1; of political [[concord]], κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαρμοστία:''' ἡ [[соразмерность]], [[слаженность]], [[гармоничность]], [[уравновешенность]] (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ [[ἀνάμιξις]] πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐαρμοστία:''' ἡ, [[επιτηδειότητα]] στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''εὐαρμοστία:''' ἡ, [[επιτηδειότητα]] στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐαρμοστία:''' ἡ [[соразмерность]], [[слаженность]], [[гармоничность]], [[уравновешенность]] (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ [[ἀνάμιξις]] πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐαρμοστία]], ἡ,<br />[[easiness]] of [[temper]], Plat., Dem.
|mdlsjtxt=[[εὐαρμοστία]], ἡ,<br />[[easiness]] of [[temper]], Plat., Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαρμοστία Medium diacritics: εὐαρμοστία Low diacritics: ευαρμοστία Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΙΑ
Transliteration A: euarmostía Transliteration B: euarmostia Transliteration C: evarmostia Beta Code: eu)armosti/a

English (LSJ)

ἡ,
A happy adaptation, suitableness, μὴ μόνοις τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐ. συμπείθειν Isoc.15.189; εὐ. ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Def.411e, cf. Ph.2.79, etc.
II of men's dispositions and tempers (with metaphor from music), Pl.R. 400d, Prt. 326b, etc.; εὐ. τρόπων D.61.19; εὐ. πρὸς ἔντευξιν Pl.Pomp.1; of political concord, κοινὸν ἀγαθὸν εὐ. τις Ecphant. ap. Stob.4.7.64.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, gute Verbindung, das Übereinstimmen, die Angemessenheit, καὶ εὐσχημοσύνη Plat. Rep. III, 400 d; τρόπων Dem. 61, 19; μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, ἀλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν τοὺς ἀκούοντας, nicht bloß durch den Inhalt, sondern durch den angemessenen Vortrag u. die dazu gehörigen Aeußerlichkeiten überreden, Isocr. 15, 189; Sp, z. B. Plut. Pomp. 1, εὐαρμ. πρὸς ἔντευξιν, Freundlichkeit.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
heureux accord, juste proportion, harmonie : εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.
Étymologie: εὐάρμοστος.

Russian (Dvoretsky)

εὐαρμοστία:соразмерность, слаженность, гармоничность, уравновешенность (ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς καὶ λύπας Plat.; pl. τῶν λεγομένων Isocr.; εὐ. καὶ ἀνάμιξις πάντων Plut.): εὐ. πρὸς ἔντευξιν Plut. приветливое обхождение.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρμοστία: ἡ, ἡ καλὴ ἁρμογή, μὴ μόνον τοῖς λεγομένοις, αλλὰ καὶ ταῖς τούτων εὐαρμοστίαις συμπείθειν Ἰσοκρ. π. Ἀντίδ. § 203· εὐ. τῆς ψυχῆς πρὸς τὰς ἡδονὰς Def. Πλάτ. 411Ε. ΙΙ. ἐπὶ διαθέσεων καὶ τρόπων τῶν ἀνθρώπων, καταλληλότης, Πλάτ. Πολ. 400D, Πρωτ. 326Β· εὐαρ. τρόπων Δημ. 1407. 5· εὐαρ. πρὸς ἔντευξιν Πλουτ. Συγκρ. 1.

Greek Monolingual

εὐαρμοστία, ἡ (ΑΜ) ευάρμοστος
η καλή αρμογή, σύνδεση, συναρμογή, ο καλός δεσμός, σύνδεσμος
μσν.
η καλή σωματική διάπλαση, η χάρη
αρχ.
1. (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) αρμοδιότητα, καταλληλότητα
β) φρ. «εὐαρμοστία πρὸς ἔντευξιν» — φιλοφροσύνη
3. (για πολιτική συμφωνία) σύμβαση.

Greek Monotonic

εὐαρμοστία: ἡ, επιτηδειότητα στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

εὐαρμοστία, ἡ,
easiness of temper, Plat., Dem.