μισθαποδότης: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=misthapodotis
|Transliteration C=misthapodotis
|Beta Code=misqapodo/ths
|Beta Code=misqapodo/ths
|Definition=ου, ὁ, [[one who pays wages]], [[rewarder]], ib.11.6.
|Definition=μισθαποδότου, ὁ, [[one who pays wages]], [[rewarder]], ib.11.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui paie un salaire dû, une juste rétribution.<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui paie un salaire dû]], [[une juste rétribution]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθός]], [[ἀποδίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ [[воздающий]] (по заслугам) NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισθαποδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποδότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>προ</i>-[[αποδότης]]].
|mltxt=[[μισθαποδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μισθός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀποδότης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀποδίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[προαποδότης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μισθᾰποδότης:''' -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει [[μισθό]], που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαποδότης:''' ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:35, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαποδότης Medium diacritics: μισθαποδότης Low diacritics: μισθαποδότης Capitals: ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: misthapodótēs Transliteration B: misthapodotēs Transliteration C: misthapodotis Beta Code: misqapodo/ths

English (LSJ)

μισθαποδότου, ὁ, one who pays wages, rewarder, ib.11.6.

German (Pape)

[Seite 190] ὁ, der den schuldigen Lohn Abtragende, N.T.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui paie un salaire dû, une juste rétribution.
Étymologie: μισθός, ἀποδίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

μισθαποδότης: ου ὁ воздающий (по заслугам) NT.

Greek (Liddell-Scott)

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, ὁ ἀποδιδοὺς τὸν μισθόν, ὁ ἀνταμείβων, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ΙΑ΄, 6.

English (Strong)

from μισθόω and ἀποδίδωμι; a renumerator: rewarder.

English (Thayer)

μισθαποδοτησου, ὁ (μισθός and ἀποδίδωμι; cf. the μισθοδότης of the Greek writings) (Vulg. remunerator); one who pays wages, a rewarder: Hebrews 11:6. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

μισθαποδότης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει
μσν.
(για τον θεό) αυτός που ανταμείβει στη μέλλουσα ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποδότης (< ἀποδίδωμι), πρβλ. προαποδότης].

Greek Monotonic

μισθᾰποδότης: -ου, ὁ, αυτός που καταβάλλει μισθό, που ανταμείβει, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μισθ-ᾰποδότης, ου, ὁ,
one who pays wages, a rewarder, NTest.

Chinese

原文音譯:misqapodÒthj 米士特-阿坡-多帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雇用-從-給(者)
字義溯源:賞賜者,酬勞者;由(μισθόω)=雇佣)與(ἀποδίδωμι)=贈送)組成;其中 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資),而 (ἀποδίδωμι)又由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 賞賜者(1) 來11:6