κρυπτάδιος: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kryptadios
|Transliteration C=kryptadios
|Beta Code=krupta/dios
|Beta Code=krupta/dios
|Definition=[ᾰ], α, ον (and ος, ον <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>946</span> (lyr.)), [[secret]], [[clandestine]], κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love <span class="bibl">Il.6.161</span>; κρυπταδίου μάχας A. [[l.c.]]; [[κρυπτάδια]] φρονέοντα <span class="bibl">Il.1.542</span>. Regul. Adv. [[κρυπταδίως]] = [[secretly]], [[in secret]] <span class="bibl">Man.2.195</span>, <span class="bibl">6.182</span>.
|Definition=[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.''Ch.''946 (lyr.)), [[secret]], [[clandestine]], κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. [[l.c.]]; [[κρυπτάδια]] φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. [[κρυπταδίως]] = [[secretly]], [[in secret]] Man.2.195, 6.182.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.<br />'''Étymologie:''' [[κρύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κρυπτάδιος''': ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, ([[κρύπτω]])· ― [[κρυπτός]], [[κρύφιος]], [[λαθραῖος]], κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., [[κρυπτάδια]] Ἰλ. Α. 542.
|elnltext=κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.
}}
{{elru
|elrutext='''κρυπτάδιος:''' [[и]] Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый ([[φιλότης]] Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. [[μάχη]] Aesch. тайная борьба, заговор.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κρυπτάδιος:''' [ᾰ], -α, -ον ([[κρύπτω]]), [[μυστικός]], [[κρυφός]], [[λαθραίος]], σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κρυπτάδιος:''' [[и]] Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый ([[φιλότης]] Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. [[μάχη]] Aesch. тайная борьба, заговор.
|lstext='''κρυπτάδιος''': ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, ([[κρύπτω]])· ― [[κρυπτός]], [[κρύφιος]], [[λαθραῖος]], κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., [[κρυπτάδια]] Ἰλ. Α. 542.
}}
{{elnl
|elnltext=κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κρυπτᾰ́διος, η, ον [[κρύπτω]]<br />[[secret]], [[clandestine]], Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.
|mdlsjtxt=κρυπτᾰ́διος, η, ον [[κρύπτω]]<br />[[secret]], [[clandestine]], Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον (and ος, ον A.Ch.946 (lyr.)), secret, clandestine, κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι = lie with him in secret love, join with him in secret love Il.6.161; κρυπταδίου μάχας A. l.c.; κρυπτάδια φρονέοντα Il.1.542. Regul. Adv. κρυπταδίως = secretly, in secret Man.2.195, 6.182.

German (Pape)

[Seite 1515] heimlich, versteckt, verstohlen; κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι Il. 6, 161; κρυπτάδια φρονέειν 1, 541; κρυπταδίου μάχας. Aesch. Ch. 934; μηχανᾶσθαι κρυπτάδια Orph. Lith. 44.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
caché, secret ; κρυπτάδια φρονέειν IL avoir des pensées secrètes.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυπτάδιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] heimelijk:. κρυπτάδια φρονέοντα geheime plannen koesterend Il. 1.542.

Russian (Dvoretsky)

κρυπτάδιος: и Aesch. 2 (ᾰ) тайный, скрытый (φιλότης Hom.): κρυπτάδια φρονέειν Hom. лелеять тайные замыслы; κ. μάχη Aesch. тайная борьба, заговор.

English (Autenrieth)

secret; κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν, ‘harbor secret counsels,’ Il. 1.542.

Greek Monolingual

κρυπτάδιος, -ον, θηλ. και -ία (Α)
1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια
κρυφά, μυστικά, λαθραία.
επίρρ...
κρυπταδίως (Α)
κρυφά, λαθραία, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. -άδιος (πρβλ. αλφάδιος, αμφάδιος)].

Greek Monotonic

κρυπτάδιος: [ᾰ], -α, -ον (κρύπτω), μυστικός, κρυφός, λαθραίος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κρυπτάδιος: ᾰ, α, ον, καὶ παρ’ Αἰσχύλ. ος, ον, (κρύπτω)· ― κρυπτός, κρύφιος, λαθραῖος, κρυπταδίῃ φιλότητι Ἰλ. Ζ. 166· κρυπταδίου μάχης Αἰσχύλ. Χο. 946· ― ὡς ἐπίρρ., κρυπτάδια Ἰλ. Α. 542.

Middle Liddell

κρυπτᾰ́διος, η, ον κρύπτω
secret, clandestine, Il., Aesch.: neut. pl. as adv., Il.