ξανθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blonds <i>ou</i> aux poils jaunes.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[θρίξ]].
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux blonds <i>ou</i> aux poils jaunes.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[θρίξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
|lsmtext='''ξανθόθριξ:''' ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές [[τρίχες]], ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξανθόθριξ:''' τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; [[Μενέλαος]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[yellow]]-haired, [[Solon]]., Theocr.
|mdlsjtxt=[[yellow]]-haired, [[Solon]]., Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόθριξ Medium diacritics: ξανθόθριξ Low diacritics: ξανθόθριξ Capitals: ΞΑΝΘΟΘΡΙΞ
Transliteration A: xanthóthrix Transliteration B: xanthothrix Transliteration C: ksanthothriks Beta Code: canqo/qric

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. -τριχος, yellow-haired, Sol. 22 (v.l. πυρρό-), Theoc. 18.1; ξ. ἄνθος Aglaïas 13; of a horse, chestnut, B. 5.37.

German (Pape)

[Seite 275] τριχος, mit goldgelbem, blondem Haare; vom Menelaos, Theocr. 18, 1; von einem Pferde, Bacchyl. bei Schol. Pind. Ol. 1, 1.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blonds ou aux poils jaunes.
Étymologie: ξανθός, θρίξ.

Russian (Dvoretsky)

ξανθόθριξ: τρῐχος adj. русокудрый, светловолосый (ἄνθρωποι Arst.; Μενέλαος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὰς τρίχας, Σόλων 24· ξανθότριχα... Φερένικον Βακχυλ. V, 37 Blass, Θεόκρ. 18. 1.

Greek Monolingual

ξανθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης
2. (για ίππο) καστανόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ, κυανό-θριξ)].

Greek Monotonic

ξανθόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός, αυτή που έχει ξανθές τρίχες, ξανθά μαλλιά, σε Σόλ., Θεόκρ.

Middle Liddell

yellow-haired, Solon., Theocr.