πλαγκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plagktir
|Transliteration C=plagktir
|Beta Code=plagkth/r
|Beta Code=plagkth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, ([[πλάζω]] A) either (Act.) [[he that leads astray]], [[the beguiler]], or (Pass.) [[the roamer]], [[epithet]] of Dionysus, <span class="title">AP</span>9.524.17: fem. [[πλάγκτειρα]], [[ἀτραπιτός]], of the Zodiac, <span class="title">Hymn.Is.</span>29.
|Definition=πλαγκτῆρος, ὁ, ([[πλάζω]] A) either (Act.) [[he that leads astray]], [[the beguiler]], or (Pass.) [[the roamer]], [[epithet]] of [[Dionysus]], ''AP''9.524.17: fem. [[πλάγκτειρα]], [[ἀτραπιτός]], of the Zodiac, ''Hymn.Is.''29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />errant ; qui fait errer, qui égare (<i>ép. de Bacchus</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλάζω]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m.</i><br />errant ; qui fait errer, qui égare (<i>ép. de Bacchus</i>).<br />'''Étymologie:''' [[πλάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλαγκτήρ:''' ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο [[πλάνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) περιπλανώμενος, [[αλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαγγ</i>- του [[πλάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>/-<i>τειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφιγκ</i>-<i>τήρ</i>)].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α<br /><b>1.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Διονύσου) (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο [[πλάνος]]<br /><b>2.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) περιπλανώμενος, [[αλήτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλαγγ</i>- του [[πλάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i>/-<i>τειρα</i> ([[πρβλ]]. [[σφιγκτήρ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλαγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλάζω]]), [[είτε]] Ενεργ., αυτός που εξαπατά [[είτε]] Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
|lsmtext='''πλαγκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[πλάζω]]), [[είτε]] Ενεργ., αυτός που εξαπατά [[είτε]] Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλαγκτήρ:''' ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλαγκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλάζω]]<br />the [[beguiler]], (or [[pass]].) the roamer, of [[Bacchus]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πλαγκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[πλάζω]]<br />the [[beguiler]], (or [[pass]].) the roamer, of [[Bacchus]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλαγκτήρ Medium diacritics: πλαγκτήρ Low diacritics: πλαγκτήρ Capitals: ΠΛΑΓΚΤΗΡ
Transliteration A: planktḗr Transliteration B: planktēr Transliteration C: plagktir Beta Code: plagkth/r

English (LSJ)

πλαγκτῆρος, ὁ, (πλάζω A) either (Act.) he that leads astray, the beguiler, or (Pass.) the roamer, epithet of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.

German (Pape)

[Seite 623] ῆρος, ὁ, der irren Machende, Verwirrende, od. der Irrende, Beiw. des Bacchus (IX, 524, 17).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
errant ; qui fait errer, qui égare (ép. de Bacchus).
Étymologie: πλάζω.

Russian (Dvoretsky)

πλαγκτήρ: ῆρος adj. m блуждающий, странствующий или заставляющий блуждать, путающий Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πλαγκτήρ: ῆρος, ὁ, (πλάζω) ἢ (ἐνεργ.) ὁ παραπλανῶν, πλάνος, ἢ (παθ.) περιπλανώμενος, ἀλήτης, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. πλάγκτειρα Α
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου) (με ενεργ
σημ.) αυτός που παραπλανά κάποιον, ο πλάνος
2. (με παθ. σημ.) περιπλανώμενος, αλήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαγγ- του πλάζω + επίθημα -τηρ/-τειρα (πρβλ. σφιγκτήρ)].

Greek Monotonic

πλαγκτήρ: -ῆρος, ὁ (πλάζω), είτε Ενεργ., αυτός που εξαπατά είτε Παθ., αυτός που περιπλανιέται, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.

Middle Liddell

πλαγκτήρ, ῆρος, ὁ, πλάζω
the beguiler, (or pass.) the roamer, of Bacchus, Anth.