πολύκλαυστος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polyklafstos | |Transliteration C=polyklafstos | ||
|Beta Code=polu/klaustos | |Beta Code=polu/klaustos | ||
|Definition=or [[πολύκλαυτος]], ον, also η, ον cj. in | |Definition=or [[πολύκλαυτος]], ον, also η, ον cj. in [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1526 (anap.):—<br><span class="bld">A</span> [[much lamented]], Hom.''Epigr.''3.5, A.l.c., [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''869 (anap.), etc.; π. φίλοισι [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''674 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[much-lamenting]], γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος ''IG''14.607; π. ποταμός [[swollen with tears]], Arat.360; [[causing much lamentation]], πόλεμος Q.S.10.141. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολύκλαυτος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολύκλαυτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [[[πολύς]], [[κλαίω]]] veel beweend. veel wenend. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πολύκλαυτος]], -η, -ο / [[πολύκλαυστος]] και [[πολύκλαυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, [[πολυθρήνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολύκλαυστα | |mltxt=και [[πολύκλαυτος]], -η, -ο / [[πολύκλαυστος]] και [[πολύκλαυτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, [[πολυθρήνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πολύκλαυστα ῥεῖθρα» — [[πολλά]], άφθονα δάκρυα<br />β) «[[πολύκλαυστος]] [[πόλεμος]]» — [[πόλεμος]] που έχει προκαλέσει [[πολλά]] δάκρυα<br />γ) «[[πολύκλαυστος]] [[ποταμός]]» — [[ποταμός]] που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλαυστός]] / [[κλαυτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάγ</i>-<i>κλαυστος</i> / <i>πάγ</i>-<i>κλαυτος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ. | |lsmtext='''πολύκλαυστος:''' ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[πολύκλαυτος]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που θρηνεί [[πολύ]], σε Μόσχ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πολύκλαυστος''': ἢ -κλαυτος, ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 822· ― ὁ πολὺ θρηνηθείς, θρηνούμενος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3. 5, Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, Ἀγ. 1526, Εὐρ. Ἴων 869, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πολὺ θρηνῶν, κλαίων, γυναῖκες Ἐμπεδ. 318, πρβλ. Μόσχ. 3. 74· π. ὑάκινθος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 547. 5· π. [[ποταμός]], ἐξογκωθεὶς ἐκ τῶν δακρύων, Ἄρατ. 360. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἄκλαυστος. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλαυστος, ορ -κλαυτος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[much]] lamented, Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[much]] lamenting, Mosch. | |mdlsjtxt=[[πολύ]]-κλαυστος, ορ -κλαυτος, ον,<br /><b class="num">I.</b> [[much]] lamented, Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. [[much]] lamenting, Mosch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:06, 29 October 2024
English (LSJ)
or πολύκλαυτος, ον, also η, ον cj. in A.Ag.1526 (anap.):—
A much lamented, Hom.Epigr.3.5, A.l.c., E.Ion869 (anap.), etc.; π. φίλοισι A.Pers.674 (lyr.).
II Act., much-lamenting, γυναῖκες Emp.62; ῥέεθρα Mosch.3.73; π. ὑάκινθος IG14.607; π. ποταμός swollen with tears, Arat.360; causing much lamentation, πόλεμος Q.S.10.141.
German (Pape)
[Seite 664] = πολύκλαυτος; Mosch. 3, 74; Nic. Al. 625; Mus. 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. πολύκλαυτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκλαυ(σ)τος -ον f. soms -η [πολύς, κλαίω] veel beweend. veel wenend.
Greek Monolingual
και πολύκλαυτος, -η, -ο / πολύκλαυστος και πολύκλαυτος, -ον, ΝΜΑ
1. (για νεκρό) αυτός για τον οποίο έχουν κλάψει πολλοί, έχουν θρηνήσει πολλοί, πολυθρήνητος
αρχ.
1. αυτός που θρηνεί πολύ («πολύκλαυτοι γυναῖκες», επιγρ.)
2. φρ. α) «πολύκλαυστα ῥεῖθρα» — πολλά, άφθονα δάκρυα
β) «πολύκλαυστος πόλεμος» — πόλεμος που έχει προκαλέσει πολλά δάκρυα
γ) «πολύκλαυστος ποταμός» — ποταμός που έχει φουσκώσει από τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κλαυστός / κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πάγ-κλαυστος / πάγ-κλαυτος].
Greek Monotonic
πολύκλαυστος: ή -κλαυτος, -ον και -η, -ον,
I. πολύκλαυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που θρηνεί πολύ, σε Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκλαυστος: ἢ -κλαυτος, ον, ὡσαύτως η, ον, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 822· ― ὁ πολὺ θρηνηθείς, θρηνούμενος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 3. 5, Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, Ἀγ. 1526, Εὐρ. Ἴων 869, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ πολὺ θρηνῶν, κλαίων, γυναῖκες Ἐμπεδ. 318, πρβλ. Μόσχ. 3. 74· π. ὑάκινθος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 547. 5· π. ποταμός, ἐξογκωθεὶς ἐκ τῶν δακρύων, Ἄρατ. 360. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἄκλαυστος.
Middle Liddell
πολύ-κλαυστος, ορ -κλαυτος, ον,
I. much lamented, Aesch., Eur.
II. act. much lamenting, Mosch.