προσλείπω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosleipo
|Transliteration C=prosleipo
|Beta Code=proslei/pw
|Beta Code=proslei/pw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.11.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν <span class="title">IG</span>7.3073.23 (Lebad., ii B.C.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1337a2</span>; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου <span class="title">IGRom.</span>4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leave on]], τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.6.<br><span class="bld">2</span> [[leave unworked]], π. ἢ συνελεῖν ''IG''7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).<br><span class="bld">II</span> intr., to [[be lacking]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου ''IGRom.''4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=manquer.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]].
|btext=[[manquer]].<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[λείπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
|elnltext=προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῑπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῦ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί.
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[ελλιπής]], [[λειψός]]<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> α) [[αφήνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br />β) [[αφήνω]] [[κάτι]] ατελές, ασυμπλήρωτο<br /><b>3.</b> (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>ὁ προσλείψας</i><br />ο υπολειπόμενος<br /><b>4.</b> (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ προσλεῖπον</i><br />η [[έλλειψη]]<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) <i>τὰ προσλείψαντα</i><br />(ενν. <i>τοῦ ἔργου</i>) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το [[έργο]] να ολοκληρωθεί.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ.
|lsmtext='''προσλείπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, είμαι [[ελλιπής]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.
|lstext='''προσλείπω''': εἶμαι [[ἐλλιπής]], τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to be [[lacking]], Arist.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to be [[lacking]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσλείπω Medium diacritics: προσλείπω Low diacritics: προσλείπω Capitals: ΠΡΟΣΛΕΙΠΩ
Transliteration A: prosleípō Transliteration B: prosleipō Transliteration C: prosleipo Beta Code: proslei/pw

English (LSJ)

A leave on, τῷ μεσογονατίῳ τὸ πρὸς τοὺς βλαστοὺς γόνυ Thphr. HP 4.11.6.
2 leave unworked, π. ἢ συνελεῖν IG7.3073.23 (Lebad., ii B.C.).
II intr., to be lacking, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Arist.Pol.1337a2; τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου IGRom.4.845 (Laodicea ad Lycum, i A.D.).

German (Pape)

[Seite 772] dazu, daran fehlen, c. gen., Arist. polit. 7, 15, 11 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

manquer.
Étymologie: πρός, λείπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-λείπω, intrans. ontbreken:. τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως wat ontbreekt aan de natuurlijke eigenschappen Aristot. Pol. 1337a2.

Greek Monolingual

Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῖπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῦ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα του έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.

Greek Monotonic

προσλείπω: μέλ. -ψω, είμαι ελλιπής, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

προσλείπω: εἶμαι ἐλλιπής, τὸ προσλεῖπον τῆς φύσεως Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 15· τὰ προσλείψαντα τοῦ ἔργου Συλλ. Ἐπιγρ. 3935.

Middle Liddell

fut. ψω
to be lacking, Arist.