σαρδάνιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sardanios
|Transliteration C=sardanios
|Beta Code=sarda/nios
|Beta Code=sarda/nios
|Definition=[<b class="b3">δᾰ], α, ον</b>, an Adj. used of [[bitter]] or [[scornful]] smiles or laughter, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον <span class="bibl">Od.20.302</span>; so ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>337a</span>; ὑπομειδιάσας σαρδάνιον <span class="bibl">Plb. 18.7.6</span>; τί μάταια γελᾷς . . ; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις <span class="title">AP</span>5.178 (Mel.); πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς <span class="title">APl.</span>4.86; [[ridere]] γέλωτα σαρδάνιον <span class="bibl">Cic.<span class="title">Fam.</span>7.25.1</span>. (Perh. connected with [[σεσηρώς]], [[grinning]], [[sneering]], Sch.Pl. [[l.c.]]; cf. σαρδάζων· <b class="b3">μετὰ πικρίας γελῶν</b>, Phot., Suid. —The common expl. given of this laugh was that it resembled the effect produced [[by a Sardinian plant]] (<b class="b2">Ranunculus Sardoüs, Sardinian crowfoot</b>, called σαρδάνη by Tz. ad <span class="bibl">Hes. <span class="title">Op.</span>59</span>, σαρδόνιον by Ps.-Dsc.2.175, <span class="bibl">D.Chr.32.99</span>) which when eaten screwed up the face of the eater, <span class="bibl">Paus.10.17.13</span>, Sch.Pl. [[l.c.]], Phot., Serv.ad Verg.<span class="title">Ecl.</span>7.41; whence later authors wrote [[σαρδόνιον]] or [[σαρδώνιον]] (from [[Σαρδώ]]) for [[σαρδάνιον]], Ps.-Dsc. [[l.c.]], D.Chr. [[l.c.]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Asin.</span>24</span>, etc., <b class="b3">σαρδώνιος γέλως</b> and -ωνία πόα Dsc.<span class="title">Alex.</span>14, and [[σαρδόνιον]] appears as a [[varia lectio|v.l.]] in Hom. and Pl.; hence our form [[sardonic]]; this and other explanations are given in <span class="bibl">Timae.29</span>, <span class="bibl">Zen.5.85</span>, Tz.ad Lyc.796, Sch. Pl. [[l.c.]])
|Definition=[δᾰ], α, ον, an Adj. used of [[bitter]] or [[scornful]] smiles or laughter, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον Od.20.302; so ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 337a; ὑπομειδιάσας σαρδάνιον Plb. 18.7.6; τί μάταια γελᾷς..; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις ''AP''5.178 (Mel.); πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς ''APl.''4.86; [[ridere]] γέλωτα σαρδάνιον Cic.''Fam.''7.25.1. (Perh. connected with [[σεσηρώς]], [[grinning]], [[sneering]], Sch.Pl. [[l.c.]]; cf. σαρδάζων· <b class="b3">μετὰ πικρίας γελῶν</b>, Phot., Suid. —The common expl. given of this laugh was that it resembled the effect produced [[by a Sardinian plant]] ([[Ranunculus sardous]], [[Sardinian crowfoot]], called σαρδάνη by Tz. ad Hes. ''Op.''59, σαρδόνιον by Ps.-Dsc.2.175, D.Chr.32.99) which when eaten screwed up the face of the eater, Paus.10.17.13, Sch.Pl. [[l.c.]], Phot., Serv.ad Verg.''Ecl.''7.41; whence later authors wrote [[σαρδόνιον]] or [[σαρδώνιον]] (from [[Σαρδώ]]) for [[σαρδάνιον]], Ps.-Dsc. [[l.c.]], D.Chr. [[l.c.]], Luc.''Asin.''24, etc., <b class="b3">σαρδώνιος γέλως</b> and -ωνία πόα Dsc.''Alex.''14, and [[σαρδόνιον]] appears as a [[varia lectio|v.l.]] in Hom. and Pl.; hence our form [[sardonic]]; this and other explanations are given in Timae.29, Zen.5.85, Tz.ad Lyc.796, Sch. Pl. [[l.c.]])
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]].
|btext=α, ον :<br />sardonique, <i>càd</i> grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.<br />'''Étymologie:''' cf. [[σαρδόνιος]]¹ -- DELG pê apparenté à [[σέσηρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σαρδάνιος''': , -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).
|elnltext=σαρδάνιος -α -ον, later σαρδώνιος [Σαρδώ] sardonisch, bitter, boosaardig (steeds van lachen of grijnzen):. μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον inwendig lachte hij boosaardig Od. 20.302.
}}
{{elru
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (''[[sc.]]'' γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.
|lsmtext='''σαρδάνιος:''' -α, -ον ([[σαίρω]]), λέγεται [[είτε]] για το πικρό [[είτε]] για το ειρωνικό, το χλευαστικό [[γέλιο]]· <i>σαρδάνιον γελᾶν</i> (ενν. <i>γέλωτα</i>)· <i>μείδησε σαρδάνιον</i>, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, <i>γέλωτα σαρδάνιον</i>, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν <i>Σαρδόνιον</i>, ετυμολογώντας το από το [[Σαρδώ]], [[καθώς]] ένα τέτοιο [[γέλιο]] θύμιζε την [[επίδραση]] του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο [[πρόσωπο]] [[αυτού]] που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σαρδάνιος:''' (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.
|lstext='''σαρδάνιος''': -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον [[μάλα]] τοῖον Ὀδ. Υ. 302· [[οὕτως]], ἀνεκάγχασε [[μάλα]] σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; [[τάχα]] που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· [[ἁπλῶς]], γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ [[ῥίζα]] [[ἴσως]] εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ [[συνήθης]] [[ἐξήγησις]] τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τὸ ὁποῖον παγῆγε [[φυτόν]] τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, [[ὅπερ]] ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ [[πρόσωπον]] τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· [[ὅθεν]] μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ [[Σαρδώ]]), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· [[ὅθεν]] τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).
}}
}}
{{elnl
{{mdlsj
|elnltext=σαρδάνιος -α -ον, later σαρδώνιος [Σαρδώ] sardonisch, bitter, boosaardig (steeds van lachen of grijnzen):. μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον inwendig lachte hij boosaardig Od. 20.302.
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (''[[sc.]]'' γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic).
}}
}}
{{mdlsj
{{mantoulidis
|mdlsjtxt=[[σαρδάνιος]], η, ον [[σαίρω]]<br />used of [[bitter]] or [[scornful]] [[laughter]], σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a [[bitter]] [[laugh]], Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others [[write]] Σαρδόνιον, deriving it from [[Σαρδώ]], [[because]] [[such]] [[laughter]] resembled the [[effect]] produced by a Sardinian [[plant]], [[which]] screwed up the [[face]] of the eater, Plut.: ([[hence]] our [[form]] sardonic).
|mantxt=(=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό [[ρῆμα]] γελῶ → γελῶ σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό [[σεσηρώς]] (=μέ τραβηγμένα χείλη) ἀπό τό [[σαίρω]] (=δείχνω τά δόντια μου).
}}
}}

Latest revision as of 10:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδάνιος Medium diacritics: σαρδάνιος Low diacritics: σαρδάνιος Capitals: ΣΑΡΔΑΝΙΟΣ
Transliteration A: sardánios Transliteration B: sardanios Transliteration C: sardanios Beta Code: sarda/nios

English (LSJ)

[δᾰ], α, ον, an Adj. used of bitter or scornful smiles or laughter, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον Od.20.302; so ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Pl.R. 337a; ὑπομειδιάσας σαρδάνιον Plb. 18.7.6; τί μάταια γελᾷς..; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις AP5.178 (Mel.); πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς APl.4.86; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.Fam.7.25.1. (Perh. connected with σεσηρώς, grinning, sneering, Sch.Pl. l.c.; cf. σαρδάζων· μετὰ πικρίας γελῶν, Phot., Suid. —The common expl. given of this laugh was that it resembled the effect produced by a Sardinian plant (Ranunculus sardous, Sardinian crowfoot, called σαρδάνη by Tz. ad Hes. Op.59, σαρδόνιον by Ps.-Dsc.2.175, D.Chr.32.99) which when eaten screwed up the face of the eater, Paus.10.17.13, Sch.Pl. l.c., Phot., Serv.ad Verg.Ecl.7.41; whence later authors wrote σαρδόνιον or σαρδώνιον (from Σαρδώ) for σαρδάνιον, Ps.-Dsc. l.c., D.Chr. l.c., Luc.Asin.24, etc., σαρδώνιος γέλως and -ωνία πόα Dsc.Alex.14, and σαρδόνιον appears as a v.l. in Hom. and Pl.; hence our form sardonic; this and other explanations are given in Timae.29, Zen.5.85, Tz.ad Lyc.796, Sch. Pl. l.c.)

German (Pape)

[Seite 862] γέλως, das grimmige Hohngelächter eines Zornigen, zu eigenem Schaden od. bei eigenem Schmerze des Lachenden, nach Schol. Plat. p. 396: ὅθεν ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι διὰ τὴν φλόγα τὸν σαρδάνιόν φησι λεχθῆναι γέλωτα (Σιμωνίδης), wo auch Soph. frg. 171 angeführt wird; μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον, Od. 20, 302; wahrscheinlich von σαίρω, zähnefletschend, grinsend, hohnlachend, ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον, Plat. Rep. I, 337 a, vulgo σαρδόνιον, wie auch bei Pol. 17, 7, 6 vor Bekker σαρδόνιον ὑπομειδιάσας stand; σαρδάνιον γελᾶν Mel. 52 (V, 179). – Andere schrieben σαρδόνιον u. leiteten es von einer giftigen Pflanze σαρδόνιον her, die bes. in Sardinien wachse u. das Gesicht dessen, der von ihr esse, zu einem unwillkürlichen grinsenden Lachen verziehe. – Bei Luc. asin. 24 u. Iup. trag. 16 schreibt Jacobitz σαρδώνιον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sardonique, càd grimaçant, convulsif ; σαρδάνιον μειδιᾶν OD avoir un sourire sardonique.
Étymologie: cf. σαρδόνιος¹ -- DELG pê apparenté à σέσηρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρδάνιος -α -ον, later σαρδώνιος [Σαρδώ] sardonisch, bitter, boosaardig (steeds van lachen of grijnzen):. μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον inwendig lachte hij boosaardig Od. 20.302.

Russian (Dvoretsky)

σαρδάνιος: (δᾰ) (о смехе) язвительный, презрительный: σαρδάνιον (sc. γέλωτα) μειδιᾶν Hom. или γελᾶν Anth. язвительно улыбаться или смеяться.

Greek Monolingual

-α, -ον, ΜΑ
βλ. σαρδόνιος.

Greek Monotonic

σαρδάνιος: -α, -ον (σαίρω), λέγεται είτε για το πικρό είτε για το ειρωνικό, το χλευαστικό γέλιο· σαρδάνιον γελᾶν (ενν. γέλωταμείδησε σαρδάνιον, σε Πλάτ.· Λατ. ridere, γέλωτα σαρδάνιον, σε Κικ.· ορισμένοι γράφουν Σαρδόνιον, ετυμολογώντας το από το Σαρδώ, καθώς ένα τέτοιο γέλιο θύμιζε την επίδραση του αφεψήματος από φύλλα φυτού που προερχόταν από τη Σαρδηνία και προκαλούσε συσπάσεις στο πρόσωπο αυτού που το κατανάλωνε, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδάνιος: -α, -ον, ἐπίθετ. ἐν χρήσει μόνον ἐπὶ γέλωτος πικροῦ ἢ εἰρωνικοῦ καὶ χλευαστικοῦ, σαρδάνιον γελᾶν (δηλ. γέλωτα), γελῶ γέλωτα πικρὸν ἐξ ὀργῆς ἢ ἐξ ἐκδικήσεως, μείδησε δὲ θυμῷ σαρδάνιον μάλα τοῖον Ὀδ. Υ. 302· οὕτως, ἀνεκάγχασε μάλα σαρδάνιον Πλάτ. Πολ. 337Α· τί μάταια γελᾷς...; τάχα που σαρδάνιον γελάσεις Ἀνθ. Π. 5. 179· πεφύλαξο σίνεσθαι, μὴ καὶ σ. γελάσῃς Ἀνθ. Πλαν. 86· ἁπλῶς, γελῶ, γέλωτα σαρδάνιον Κικ. Fam 7. 25, 1. (Ἡ ῥίζα ἴσως εἶχε σχέσιν πρὸς τὴν τοῦ σεσηρώς, μὲ διεσταλμένα χείλη, ἐμπαικτικῶς, χλευαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. σαρδάζειν· «μετὰ πικρίας γελᾶν» Φώτ., Σουΐδ.,- Ἡ συνήθης ἐξήγησις τούτου τοῦ γέλωτος ἦτο ὅτι ὡμοίαζε πρὸς τὸ ἀποτέλεσμα τὸ ὁποῖον παγῆγε φυτόν τι ἐκ Σαρδοῦς (ranunculus Sardoüs, καλούμενον σαρδάνη παρὰ τῷ Τζέτζ.), Πολύβ. 17. 7, 6, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 12, Νόνν. Δ. 20. 309, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 182, ὅπερ ἐσθιόμενον διέστελλε καὶ ἐνέτεινε τὸ πρόσωπον τοῦ τρώγοντος, ἐκίνει δὲ εἰς σπασμωδικὸν γέλωτα, Παυσ. 10. 17, 13, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτ., Serv. εἰς Οὐεργιλ. Ἐκλ. 7. 41· ὅθεν μεταγενέστεροι ἐκδόται ἔγραψαν Σαρδόνιον ἀντὶ Σαρδάνιον (ἐκ τοῦ Σαρδώ), Πολύβ.· ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Ὄνος 24, κτλ., τοῦτο δὲ φέρεται καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρ’ Ὁμ. καὶ Πλάτ.· ὅθεν τὸ Ἀγγλ. sardonic· - Παροιμιογρ. σελ. 102, 370, Gaisf.).

Middle Liddell

σαρδάνιος, η, ον σαίρω
used of bitter or scornful laughter, σαρδάνιον γελᾶν (sc. γέλωτἀ; μείδησε σαρδάνιον he laughed a bitter laugh, Od.; so, ἀνεκάγχασε σαρδάνιον Plat.; ridere γέλωτα σαρδάνιον Cic.—Others write Σαρδόνιον, deriving it from Σαρδώ, because such laughter resembled the effect produced by a Sardinian plant, which screwed up the face of the eater, Plut.: (hence our form sardonic).

Mantoulidis Etymological

(=ἐπίθ. γιά γέλιο πικρό ἤ εἰρωνικό καί χλευαστικό). Πάντοτε μέ τό ρῆμα γελῶ → γελῶ σαρδάνιον (=γελῶ πικρά ἤ εἰρωνικά). Ἴσως νά παράγεται ἀπό τό σαρδάνη, φυτό τῆς Σαρδηνίας, πού προκαλοῦσε μορφασμό. Ἴσως ἀκόμα νά συγγενεύει μέ τό σεσηρώς (=μέ τραβηγμένα χείλη) ἀπό τό σαίρω (=δείχνω τά δόντια μου).