τέμαχος: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
mNo edit summary |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=temachos | |Transliteration C=temachos | ||
|Beta Code=te/maxos | |Beta Code=te/maxos | ||
|Definition=εος, τό, ( | |Definition=εος, τό, (τεμᾰ-, root of [[τέμνω]], [[τέτμημαι]]) [[slice of fish]] ([[τόμος]] being commonly employed of [[meat]], cf. Phryn.13), Hp.''Aff.''41, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''283, ''Pl.''894, X.''An.''5.4.28, Alex.186.8, ''PCair.Zen.''82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.''Nu.''339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for [[slices of meat]], Luc.''Gall.''14, Philostr.''VA''1.21, 2.6; of [[fruit]], Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in ''IPE''12.76.15 (Olbia, cf. ''Supp.Epigr.''3.587): metaph., <b class="b3">τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων</b> Aesch. ap. Ath.8.347e. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> tranche de poisson salé;<br /><b>2</b> tranche de salaison <i>en gén.</i>, toute tranche d'aliment.<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]]. | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> [[tranche de poisson salé]];<br /><b>2</b> [[tranche de salaison]] <i>en gén.</i>, toute tranche d'aliment.<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τέμᾰχος:''' εος τό<br /><b class="num">1</b> [[кусок]], [[ломтик]] (δελφίνων τεμάχη Xen.);<br /><b class="num">2</b> [[соленая рыба]] ([[κρέας]] καὶ τ. Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τέμᾰχος:''' -εος, τό ([[τέμνω]]), [[κομμάτι]] παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[κομμάτι]] κρέατος, σε Λουκ. | |lsmtext='''τέμᾰχος:''' -εος, τό ([[τέμνω]]), [[κομμάτι]] παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, [[κομμάτι]] κρέατος, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 13:37, 16 December 2023
English (LSJ)
εος, τό, (τεμᾰ-, root of τέμνω, τέτμημαι) slice of fish (τόμος being commonly employed of meat, cf. Phryn.13), Hp.Aff.41, Ar.Eq.283, Pl.894, X.An.5.4.28, Alex.186.8, PCair.Zen.82.10 (iii B.C.), etc.; κεστρᾶν τεμάχη Ar.Nu.339; θύννου Ephipp.12 (anap.): later, generally, for slices of meat, Luc.Gall.14, Philostr.VA1.21, 2.6; of fruit, Paul.Aeg.7.11: sg. in collective sense, prob. in IPE12.76.15 (Olbia, cf. Supp.Epigr.3.587): metaph., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Aesch. ap. Ath.8.347e.
German (Pape)
[Seite 1090] εος, τό, ein abgeschnittenes od. abgehauenes Stück, bes. von großen eingesalzenen Meerfischen; Ar. Ach. 846 Equ. 283 Nubb. 338 u. öfter; χοίρων, Phryn. in B. A. 65; Xen. An. 5, 4, 26; oft bei Ath. Vgl. Lob. Phryn. 22.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 tranche de poisson salé;
2 tranche de salaison en gén., toute tranche d'aliment.
Étymologie: τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
τέμᾰχος: εος τό
1 кусок, ломтик (δελφίνων τεμάχη Xen.);
2 соленая рыба (κρέας καὶ τ. Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
τέμᾰχος: -εος, τό, (√ΤΕΜ, τέμνω) τεμάχιον τεταριχευμένου ἰχθύος· τὸμος δὲ ἐλέγετο συνήθως ἐπὶ κρέατος, Ἱππ. 526. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 283, Πλ. 894, Ξενοφ., κλπ.· κεστρᾶν τεμάχη Ἀριστοφ. Νεφ. 339· θύννου τεμάχη Ἔφιππος ἐν «Κύδωνι» 1·- ἀκολούθως καθόλου, ἐπὶ τεμαχίων κρέατος, Φιλόστρ. 27, 54, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14· μεταφορ., τεμάχη τῶν Ὁμήρου δείπνων Ἀθήν. 347Ε· ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 22.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
τεμάχιο
νεοελλ.
φρ. α) «ηπειρωτικά τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό σύμπλεγμα ηπειρωτικών διαστάσεων που απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
β) «αλλόχθονα τεμάχη»
γεωλ. γεωλογικό άθροισμα μικρότερων διαστάσεων από τα ηπειρωτικά τεμάχη το οποίο απαντά μέσα σε σειρές ιζηματογενών πετρωμάτων ή συνδέεται με τις τεκτονικές διεργασίες τών επωθήσεων
αρχ.
1. (ιδίως) κομμάτι παστού ψαριού ή κρέατος
2. (και μτφ.) καρπός («τὰς αὑτοῦ τραγωδίας τεμάχη εἶναι ἔλεγε τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέμνω.
Greek Monotonic
τέμᾰχος: -εος, τό (τέμνω), κομμάτι παστωμένου ψαριού, σε Αριστ., Ξεν. κ.λπ.· γενικά, κομμάτι κρέατος, σε Λουκ.
Middle Liddell
τέμᾰχος, ος, εος, τό, τέμνω
a slice of salt-fish, Ar., Xen., etc.: generally, a slice of meat, Luc.
Frisk Etymology German
τέμαχος: {témakhos}
See also: s. τέμνω.
Page 2,873