ψιλικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psilikos
|Transliteration C=psilikos
|Beta Code=yiliko/s
|Beta Code=yiliko/s
|Definition=ή, όν, [[of]] or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ</b>., = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], <span class="bibl">D.S.15.32</span>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Zeux.</span> 8</span>.
|Definition=ψιλική, ψιλικόν, of or [[for a light-armed soldier]]: <b class="b3">τὰ ψ.</b>, = [[οἱ ψιλοί]], the [[light troops]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]15.32, cf. Luc.''Zeux.'' 8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.<br />'''Étymologie:''' [[ψιλός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψῑλικός''': , -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, ([[ψιλός]])· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.
|elnltext=ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''ψῑλῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ελαφρώς]] οπλισμένο στρατιώτη ([[ψιλός]])· τὰ [[ψιλικά]] = οἱ ψιλοί</i>, οι [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.
|lsmtext='''ψῑλῐκός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για [[ελαφρώς]] οπλισμένο στρατιώτη ([[ψιλός]])· τὰ [[ψιλικά]] = οἱ ψιλοί</i>, οι [[ελαφρώς]] οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ψιλικός --όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.
|lstext='''ψῑλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, ([[ψιλός]])· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῑλῐκός, ή, όν<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the [[light]] [[troops]], Luc.
|mdlsjtxt=ψῑλῐκός, ή, όν<br />of or for a [[light]]-[[armed]] [[soldier]] (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the [[light]] [[troops]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῑλῐκός Medium diacritics: ψιλικός Low diacritics: ψιλικός Capitals: ΨΙΛΙΚΟΣ
Transliteration A: psilikós Transliteration B: psilikos Transliteration C: psilikos Beta Code: yiliko/s

English (LSJ)

ψιλική, ψιλικόν, of or for a light-armed soldier: τὰ ψ., = οἱ ψιλοί, the light troops, D.S.15.32, cf. Luc.Zeux. 8.

German (Pape)

[Seite 1399] zum ψιλός gehörig, ihn betreffend, Luc. Zeux. 8; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les troupes légères ; τὸ ψιλικόν, corps de troupes légères.
Étymologie: ψιλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψιλικός -ή -όν [ψιλός] lichtbewapend; bestaande uit lichtgewapenden.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψιλός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη
2. (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ψιλικόν ή τὰ ψιλικά
οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες.

Greek Monotonic

ψῑλῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για ελαφρώς οπλισμένο στρατιώτη (ψιλός)· τὰ ψιλικά = οἱ ψιλοί, οι ελαφρώς οπλισμένες ομάδες στρατιωτών, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐλαφρῶς ὡπλισμένον στρατιώτην, (ψιλός)· τὸ ψιλικόν, τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, οἱ εὔζωνοι, Διόδ. 15. 32, Λουκ. Ζεῦξ. 8.

Middle Liddell

ψῑλῐκός, ή, όν
of or for a light-armed soldier (ψιλόσ); τὰ ψιλικά, = οἱ ψιλοί, the light troops, Luc.