ἀλινδήθρα: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alindithra
|Transliteration C=alindithra
|Beta Code=a)lindh/qra
|Beta Code=a)lindh/qra
|Definition=ἡ, [[place for horses to roll in]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.5B.</span>: metaph., <b class="b3">ἀλινδῆθραι ἐπῶν</b>, of Euripides' tragedies, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>904</span>.
|Definition=ἡ, [[place for horses to roll in]], Phryn.''PS''p.5B.: metaph., <b class="b3">ἀλινδῆθραι ἐπῶν</b> = [[convolution]]s of words, of Euripides' tragedies, Ar.''Ra.''904.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 [[τόπος]] ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0097.png Seite 97]] ἡ, [[Wälzplatz für die Pferde]], B. A. 4 [[τόπος]] ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />emplacement pour se rouler <i>en parl. de chevaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλινδέομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[emplacement pour se rouler]] <i>en parl. de chevaux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλινδέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ досл. [[площадка]], [[на которой валяются по земле лошади]]: [[ἀλινδῆθραι ἐπῶν]] Arph. [[нагромождение слов]], [[хитросплетение]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ, [[αμμώδης]] [[περιοχή]] για το [[κύλισμα]] των αλόγων, Λατ. [[volutabrum]]· μεταφ., <i>ἀλινδῆθραι ἐπῶν</i>, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ, [[αμμώδης]] [[περιοχή]] για το [[κύλισμα]] των αλόγων, Λατ. [[volutabrum]]· μεταφ., <i>ἀλινδῆθραι ἐπῶν</i>, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλινδήθρα:''' ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀ. ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀλινδέω]]<br />a [[sandy]] [[place]] for horses to [[roll]] in, Lat. [[volutabrum]]: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big [[enough]] for [[rolling]] places, Ar.
|mdlsjtxt=[from [[ἀλινδέω]]<br />a [[sandy]] [[place]] for horses to [[roll]] in, Lat. [[volutabrum]]: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big [[enough]] for [[rolling]] places, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλινδήθρα Medium diacritics: ἀλινδήθρα Low diacritics: αλινδήθρα Capitals: ΑΛΙΝΔΗΘΡΑ
Transliteration A: alindḗthra Transliteration B: alindēthra Transliteration C: alindithra Beta Code: a)lindh/qra

English (LSJ)

ἡ, place for horses to roll in, Phryn.PSp.5B.: metaph., ἀλινδῆθραι ἐπῶν = convolutions of words, of Euripides' tragedies, Ar.Ra.904.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
revolcadero de caballos Phryn.PS 5
fig. ἀλινδῆθραι ἐπῶν irón. de las obras de Eurípides, Ar.Ra.904.

German (Pape)

[Seite 97] ἡ, Wälzplatz für die Pferde, B. A. 4 τόπος ἐν ᾡ καλινδοῦνται οἱ ἵπποι καὶ ἄλλοι ἐξακούμενοι τὸν κάματον; ἐπῶν, Tummelplatz, Ar. Ran. 902.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
emplacement pour se rouler en parl. de chevaux.
Étymologie: ἀλινδέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλινδήθρα: ἡ досл. площадка, на которой валяются по земле лошади: ἀλινδῆθραι ἐπῶν Arph. нагромождение слов, хитросплетение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλινδήθρα: ἡ, «κυλίστρα, τόπος ἐν ᾧ οἱ ἵπποι κονίονται», Σουΐδ., Λατ. volutabrum (πρβλ. ἐξαλίνδω)· μεταφ. ἀλινδήθρα ἐπῶν, ὅ ἐ. μακραί, περίπλοκοι καὶ τρόπον τινὰ κυλινδρούμεναι λέξεις, Ἀριστοφ. Βάτρ. 904.

Greek Monolingual

ἀλινδήθρα, η (Α) ἀλινδῶ
1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα
2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών του Ευριπίδη
η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές.

Greek Monotonic

ἀλινδήθρα: ἡ, αμμώδης περιοχή για το κύλισμα των αλόγων, Λατ. volutabrum· μεταφ., ἀλινδῆθραι ἐπῶν, δηλ. οι μακριές περίπλοκες και κατά κάποιο τρόπο «κυλινδρόμενες» λέξεις, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀλινδέω
a sandy place for horses to roll in, Lat. volutabrum: metaph., ἀλινδήθραι ἐπῶν, i. e. words big enough for rolling places, Ar.