ἄποπτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apoptos
|Transliteration C=apoptos
|Beta Code=a)/poptos
|Beta Code=a)/poptos
|Definition=ον, (ἀπόψομαι) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[seen]] or to [[be seen from]] a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1274a40</span>, cf. <span class="bibl">Arr.<span class="title">Ind.</span>4.7</span>; <b class="b3">ἐν ἀπόπτω ἔχειν</b> in [[a conspicuous place]], <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.10.3</span>; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.14.2</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[out of sight of]], [[far away from]], τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>762</span>; ἄποπτος ἡμῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>1489</span>: abs., [[Far away]], ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν <span class="bibl">Id.<span class="title">Ph.</span>467</span>; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span> 369a</span>; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής <span class="bibl">Plu.<span class="title">Eum.</span>15</span>; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.149S., <span class="bibl"><span class="title">Piet.</span>27</span>, cf. Gal.4.628. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[dimly seen]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>15</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[out of sight]], ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα <span class="bibl">D.H.2.54</span>; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες <span class="bibl">Id.6.14</span>.</span>
|Definition=ἄποπτον, ([[ἀπόψομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[seen]] or to [[be seen from]] a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1274a40, cf. Arr.''Ind.''4.7; <b class="b3">ἐν ἀπόπτω ἔχειν</b> in [[a conspicuous place]], Id.''An.''2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.''AJ''13.14.2, etc.<br><span class="bld">II</span> [[out of sight of]], [[far away from]], τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''762; ἄποπτος ἡμῶν Id.''El.''1489: abs., [[Far away]], ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.''Ph.''467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.''Ax.'' 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.''Eum.''15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.''Rh.''1.149S., ''Piet.''27, cf. Gal.4.628.<br><span class="bld">2</span> [[dimly seen]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''15.<br><span class="bld">3</span> [[out of sight]], ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu’on voit seulement de loin : [[ἐξ]] ἀπόπτου de loin;<br /><b>II.</b> placé hors de la vue :<br /><b>1</b> invisible : [[ἄποπτος]] [[ἡμῶν]] SOPH invisible pour nous, <i>sel. d'autres</i> vu de loin par nous;<br /><b>2</b> éloigné : [[τοῦ]] ἄστεως SOPH de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄψομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qu'on voit seulement de loin : [[ἐξ]] ἀπόπτου de loin;<br /><b>II.</b> [[placé hors de la vue]] :<br /><b>1</b> invisible : [[ἄποπτος]] [[ἡμῶν]] SOPH invisible pour nous, <i>sel. d'autres</i> vu de loin par nous;<br /><b>2</b> [[éloigné]] : τοῦ ἄστεως SOPH de la ville.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὄψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποπτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[издали видимый]] (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄποπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[издали видимый]] (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 17:32, 21 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποπτος Medium diacritics: ἄποπτος Low diacritics: άποπτος Capitals: ΑΠΟΠΤΟΣ
Transliteration A: ápoptos Transliteration B: apoptos Transliteration C: apoptos Beta Code: a)/poptos

English (LSJ)

ἄποπτον, (ἀπόψομαι)
A seen or to be seen from a place, ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40, cf. Arr.Ind.4.7; ἐν ἀπόπτω ἔχειν in a conspicuous place, Id.An.2.10.3; ἐν ἀ. εἱστιᾶσθαι J.AJ13.14.2, etc.
II out of sight of, far away from, τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT762; ἄποπτος ἡμῶν Id.El.1489: abs., Far away, ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν Id.Ph.467; ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax. 369a; τόπος ἐξ ἀπόπτου καταφανής Plu.Eum.15; οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149S., Piet.27, cf. Gal.4.628.
2 dimly seen, S.Aj.15.
3 out of sight, ἐν ἀπόπτω τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54; ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες Id.6.14.

Spanish (DGE)

-ον
visible ὅπως μὴ ἄ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Arist.Pol.1274a40
subst. ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν habitar en un lugar visible Arr.An.2.1073, ἑστιώμενος ἐν ἀπόπτῳ I.AI 13.380, ἐν ἀπόπτῳ τίθενται τὸν χάρακα D.H.2.54, cf. Arr.Ind.4.7.
-ον
I 1invisible de Atenea, S.Ai.15
c. gen. de pers. invisible para de Egisto ἄποπτον ἡμῶν S.El.1489.
2 lejano, distante, fuera de la vista c. gen. τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως S.OT 762
ἐξ ἀπόπτου desde lejos πλοῦν μὴ ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ἐγγύθεν σκοπεῖν considerar la partida no como algo lejano, sino como algo próximo S.Ph.467, ὡς ἐξ ἀ. θεώμενος Pl.Ax.369a, οὐδ' ἐξ ἀ. Phld.Rh.1.149, Piet.p.147, ἐξ ἀπόπτου τῶν Ῥωμαίων παρεμβαλόντες D.H.6.14, cf. Plu.Eum.15, POxy.2190.27 (I d.C.), Gal.4.628, Ael.NA 7.21.
II adv. -ως fuera de la vista, ocultamente ἦν ... τοῖς ἰδιώταις ἀ. Lyd.Mag.3.59.

German (Pape)

[Seite 320] von oben herab, von fernher gesehen, VLL. πόῤῥωθεν ὁρώμενον, ὑψηλότατον, u. geradezu fern, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ' ἄποπτος ἄστεως Soph. O. R. 762; Soph. Ai. 15 erkl. Schol. ἀόρατος, ungeschen, welche Bdtg es erst bei sehr Sp. hat, vgl. Lob. zu d. St.; ἄποπτον ἡμῶν, fern von uns, El. 1481; ἐξ ἀπόπτου σκοπεῖν, dem ἐγγύθεν entgegengesetzt, Phil. 465; wie Plat. Ax. 369 a; Ael. H. A. 7, 21; ἐν ἀπόπτῳ, in der Ferne, dah. unbemerkt, D. Hal. 2, 54; übh. sichtbar, ἄποπτόν ἐστί τι.ἀπό τινος, man hat von einem Orte aus die Aussicht wonach hin, Arist. pol. 2, 9; ἐν ἀπόπτῳ ἔχειν τι, etwas im Gesichtskreis haben, Arr. An. 2, 10, 4; ἡ στρατοπεδεία καταφανὴς ἦν καὶ ἄπ. Plut. Lucull. 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qu'on voit seulement de loin : ἐξ ἀπόπτου de loin;
II. placé hors de la vue :
1 invisible : ἄποπτος ἡμῶν SOPH invisible pour nous, sel. d'autres vu de loin par nous;
2 éloigné : τοῦ ἄστεως SOPH de la ville.
Étymologie: ἀπό, ὄψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἄποπτος:
1 издали видимый (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;
2 удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄποπτος: -ον, (ἀπόψομαι) πόρρωθεν ὁρώμενος, ὁρατὸς ἀπό τινος μέρους, ὅπως μὴ ἄπ. ἔσται ἡ Κορινθία ἀπὸ τοῦ χώματος Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 9· καί περ ἐν ἀπόπτῳ ἤδη ἔχων τὴν Δαρείου δύναμιν, ἐν ὄψει, Ἀρρ. Ἀν. 2. 10, 3· ἐν ἀπ. εἰστιᾶσθαι Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 13. 14, 2, κτλ. ΙΙ. ὁ μακρὰν τῆς ὄψεως, ὡς πλεῖστον εἴη τοῦδ’ ἄποπτος ἄστεως Σοφ. Ο. Τ. 762· ἄποπτος ἡμῶν ὁ αὐτ. Ἠλ. 1489: - ἀπολ., μακράν, κἄν ἄποπτος ᾖς ὅμως ὁ αὐτ. Αἴ. 17, ἔνθα ἴδε Λοβ.· ἐξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ’γγύθεν σκοπεῖν, πόρρωθεν μᾶλλον κτλ., Σοφ. Φ. 467· ὡς ἐξ ἀπ. θεώμενος Πλάτ. Ἀξ. 369Α. 3) ἀμυδρῶς ὁρώμενος, Διον. Ἁλ. 2. 54· ἀόρατος, Κύριλλ.

English (Slater)

ἄποπτος sign. incert.: ?far off, not to be seen ἴδον τ' ἄποπτα[ Δ. 4. 39.

Greek Monolingual

ἄποπτος, -ον (Α) οπτός
1. ορατός από μακριά
2. αυτός που βρίσκεται έξω από το οπτικό πεδίο, πολύ μακριά
3. ο μόλις, με δυσκολία ορατός.

Greek Monotonic

ἄποπτος: -ον (ἀπόψομαι, μέλ. του ἀφοράω), αυτός που βρίσκεται πολύ μακριά, εκτός του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει κάποιος λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται μακριά, στον ίδ.· ἐξ ἀπόπτου, εξ αποστάσεως, από κάποια απόσταση, στον ίδ.

Middle Liddell

[ἀπόψομαι, fut. of ἀφοράω
out of sight of, far away from, c. gen., Soph.:—absol. out of sight, Soph.; ἐξ ἀπόπτου from a distance, Soph.

English (Woodhouse)

distant, far off, out of sight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)