δορυάλωτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>βλ.</b> [[δοριάλωτος]]. | |mltxt=<b>βλ.</b> [[δοριάλωτος]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=λανθασμένη [[γραφή]], [[ἀντί]] [[δοριάλωτος]] (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τό [[δόρυ]] + [[ἁλῶναι]] τοῦ [[ἁλίσκομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 14 October 2022
English (LSJ)
v. δοριάλωτος.
German (Pape)
[Seite 659] = δοριάλωτος; Xen. Cyr. 7, 5, 35 Hell. 5, 2, 5; Hdn. 2. 13, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
réc. c. δοριάλωτος.
Russian (Dvoretsky)
δορυάλωτος: Xen., Isocr.; v.l. Plut. = δοριάλωτος.
Greek (Liddell-Scott)
δορυάλωτος: ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ δοριάλωτος,
Greek Monolingual
βλ. δοριάλωτος.
Mantoulidis Etymological
λανθασμένη γραφή, ἀντί δοριάλωτος (=αὐτός πού πιάστηκε στόν πόλεμο). Σύνθετο ἀπό τό δόρυ + ἁλῶναι τοῦ ἁλίσκομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.