κατηγορητικός: Difference between revisions
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katigoritikos | |Transliteration C=katigoritikos | ||
|Beta Code=kathgorhtiko/s | |Beta Code=kathgorhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κατηγορητική, κατηγορητικόν, = [[κατηγορικός]] ''1'', Arist. ''Rh.Al.''1421b10 codd. (leg. [[κατηγορικόν]] as in 1426b22, 25 = ''PHib.''1.26.295,297). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
κατηγορητική, κατηγορητικόν, = κατηγορικός 1, Arist. Rh.Al.1421b10 codd. (leg. κατηγορικόν as in 1426b22, 25 = PHib.1.26.295,297).
Russian (Dvoretsky)
κατηγορητικός: Arst. = κατηγορικός I.
Greek (Liddell-Scott)
κατηγορητικός: ή, όν = κατηγορικός Ι, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 2. 1· ἀλλ’ ἴδε 5. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κατηγορητικός, -ή, -όν)
(νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή
αρχ.
(λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ
η λ. με την αρχ. σημ. είναι πιθ. μεταπλασμένος τ. του κατηγορικός.