στερητικός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steritikos
|Transliteration C=steritikos
|Beta Code=sterhtiko/s
|Beta Code=sterhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[having a negative quality]], <b class="b3">τὰ σ</b>. Plu.2.947c. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[ἀποφατικός]], [[expressing privation]], i.e. [[negative]], of propositions, opp. [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>25a6</span>, al., cf. <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>6.6.3</span>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.52</span>; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[negatively]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">APr.</span>26b22</span>; [[privatively]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1056a29</span>.</span>
|Definition=στερητική, στερητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[having a negative quality]], <b class="b3">τὰ σ.</b> Plu.2.947c.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀποφατικός]], [[expressing privation]], i.e. [[negative]], of propositions, opp. [[κατηγορικός]], [[καταφατικός]], Arist.''APr.''25a6, al., cf. [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. [[στερητικῶς]] = [[negatively]], Arist.''APr.''26b22; [[privatively]], Id.''Metaph.''1056a29.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0937.png Seite 937]] beraubend, – verneinend, im Ggstz von [[κατηγορικός]], Arist. an. pr. 1, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0937.png Seite 937]] beraubend, – verneinend, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[κατηγορικός]], Arist. an. pr. 1, 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> privatif;<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[privatif]];<br /><b>2</b> <i>t. de log.</i> négatif.<br />'''Étymologie:''' [[στερέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (sc. [[πρότασις]] Arst.).
|elrutext='''στερητικός:''' лог. отрицающий, отрицательный (''[[sc.]]'' [[πρότασις]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερητικός Medium diacritics: στερητικός Low diacritics: στερητικός Capitals: ΣΤΕΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sterētikós Transliteration B: sterētikos Transliteration C: steritikos Beta Code: sterhtiko/s

English (LSJ)

στερητική, στερητικόν,
A having a negative quality, τὰ σ. Plu.2.947c.
II = ἀποφατικός, expressing privation, i.e. negative, of propositions, opp. κατηγορικός, καταφατικός, Arist.APr.25a6, al., cf. Thphr. CP 6.6.3, Chrysipp.Stoic.2.52; σ. φωνή Gal.8.34. Adv. στερητικῶς = negatively, Arist.APr.26b22; privatively, Id.Metaph.1056a29.

German (Pape)

[Seite 937] beraubend, – verneinend, im Gegensatz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 privatif;
2 t. de log. négatif.
Étymologie: στερέω.

Russian (Dvoretsky)

στερητικός: лог. отрицающий, отрицательный (sc. πρότασις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

στερητικός: -ή, -όν, ὁ στερῶν, ἀποστερῶν, τὰ στερητικὰ = στερήσεις, Πλούτ. 2. 947D. ΙΙ. = ἀποφατικός, ἀρνητικός, ἐπὶ προτάσεων, ἀντίθετον τῷ κατηγορικός, καταφατικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρότ. 1. 18, 1, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, αὐτόθι 1. 4, 14, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 5, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στερητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ στερώ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση
2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός
νεοελλ.
φρ. α) «στερητικό μόριο»
(γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση, στέρηση ή έλλειψη αυτού που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό, π.χ. ά-γαμος, νη-νεμία
β) «στερητική νόσος»
ιατρ. νόσος που οφείλεται στην απουσία ή στην ανεπάρκεια στον οργανισμό ενός ή περισσότερων στοιχείων, απολύτως απαραίτητων για την ισορροπία του ή την ανάπτυξή του, τα οποία βρίσκονται τις περισσότερες φορές στη λαμβανόμενη τροφή
γ) «στερητικό φαινόμενο» ή «στερητικό σύνδρομο»
ιατρ. όρος που αποδίδεται σε διάφορες ανώμαλες ψυχικές ή οργανικές αντιδράσεις οι οποίες παρατηρούνται μετά από στέρηση οινοπνεύματος, ναρκωτικών κ.ά.
επίρρ...
στερητικῶς Α
1. με στέρηση
2. αρνητικά, αποφατικά («τὰ τούτοις ἀντικείμενα οἷον στερητικῶς λεγόμενα», Γαλ.).