ἔμπα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπᾰ''': ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.
|lstext='''ἔμπᾰ''': ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾶς.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.
|lsmtext='''ἔμπᾰ:''' επίρρ., βλ. ἔμπᾶς.
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 29 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπα Medium diacritics: ἔμπα Low diacritics: έμπα Capitals: ΕΜΠΑ
Transliteration A: émpa Transliteration B: empa Transliteration C: empa Beta Code: e)/mpa

English (LSJ)

v. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾶς.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.

Greek Monotonic

ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾶς.