δικτυώδης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diktyodis
|Transliteration C=diktyodis
|Beta Code=diktuw/dhs
|Beta Code=diktuw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[δικτυοειδής]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>99</span>, <span class="bibl">Poll.4.116</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">-ῶδες, τό,</b> = [[δ. πλέγμα]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>19</span> (<span class="title">Hermes</span> 53.69).</span>
|Definition=δικτυῶδες,<br><span class="bld">A</span> = [[δικτυοειδής]] ([[net-like]]), Sch.Ar.''V.''99, Poll.4.116.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[δικτυῶδες]], τό, = [[δικτυῶδες πλέγμα]] ([[rete mirabile]]), Hp.''Ep.''19 (''Hermes'' 53.69).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ες<br />[[reticulado]], [[en forma de red]], [[ἀγρηνόν]], τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.<i>V</i>.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0630.png Seite 630]] ες, = [[δικτυοειδής]], Schol. Ar. Vesp. 99.
}}
{{ls
|lstext='''δικτυώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) = [[δικτυοειδής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.
}}
{{grml
|mltxt=[[δικτυώδης]], -ες (Α) [[δίκτυον]]<br />[[δικτυοειδής]], [[δικτυωτός]].
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠώδης Medium diacritics: δικτυώδης Low diacritics: δικτυώδης Capitals: ΔΙΚΤΥΩΔΗΣ
Transliteration A: diktyṓdēs Transliteration B: diktyōdēs Transliteration C: diktyodis Beta Code: diktuw/dhs

English (LSJ)

δικτυῶδες,
A = δικτυοειδής (net-like), Sch.Ar.V.99, Poll.4.116.
II Subst. δικτυῶδες, τό, = δικτυῶδες πλέγμα (rete mirabile), Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).

Spanish (DGE)

-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.

German (Pape)

[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.

Greek (Liddell-Scott)

δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.

Greek Monolingual

δικτυώδης, -ες (Α) δίκτυον
δικτυοειδής, δικτυωτός.