εἶεν: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "attic" to "Attic")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῖ δέ... Αντιφ.).
|mltxt=[[εἶεν]] (Α)<br />[[μόριο]] που χρησιμοποιείται α) στη [[μετάβαση]] από ένα [[ζήτημα]] σε [[άλλο]]<br />[[πάει]] καλά, ας [[είναι]], καλά [[λοιπόν]] («[[εἶεν]] πάρειμ' ἐντεῦθεν ἐς...», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο [[στοιχείο]] στη [[συζήτηση]]<br />έχει [[καλώς]] («[[εἶεν]], ἐρεῖ δέ... Αντιφ.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Particle, only used in [[attic]] [[dialogue]],]<br />well! Lat. [[esto]]! be it so! [[εἶεν]]: τί [[δῆτα]]; Soph.; [[εἶεν]]: καὶ δὴ [[τεθνᾶσι]] Eur.
|mdlsjtxt=[Particle, only used in Attic [[dialogue]],]<br />well! Lat. [[esto]]! be it so! [[εἶεν]]: τί [[δῆτα]]; Soph.; [[εἶεν]]: καὶ δὴ [[τεθνᾶσι]] Eur.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[well then]]
|woodrun=[[well then]]
}}
}}

Latest revision as of 13:00, 21 September 2023

German (Pape)

[Seite 725] = εἴησαν, optat. praes. zu εἰμί, es mag sein, wird adverbial gebraucht u. bezeichnet den Übergang von etwas vorläufig nicht weiter zu Erörterndem auf etwas Neues, Plat. oft, vollständig εἶεν, ἦν δ' ἐγώ, τοῦτο μὲν ἡμῖν οὕτω κείσθω Rep. I, 350 d, so daß das Neue in einen Gegensatz tritt, mit ἀλλά, δέ u. ä. Oft folgt eine Frage, wie Plat. Prot. 312 e; Aesch. Ch. 719; imperat., Soph. El. 534, wo eben so das Folgende als etwas Neues besonders hervorgehoben werden soll, s. ἄγε; – εἶεν ἀκούω, ja doch, ich höre! Aesch. Ch. 655 u. Ar. Pax 663, wo die letzte Sylbe lang Ist.

French (Bailly abrégé)

1interj.
eh bien ! marque l'impatience.
Étymologie: pê apparenté à εἶα, mais non opt. de εἰμί.
23ᵉ pl. opt. prés. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

εἶεν: interj. пусть так!, допустим!, ну ладно! Trag., Arph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

εἶεν: μόριον ἔχον συγγένειαν πρὸς τὸ εἶα, ὡς τὸ ἔπειτεν πρὸς τὸ ἔπειτα, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἀττ. διαλόγῳ ἐπὶ μεταβάσεως ἀπὸ ζητήματός τινος εἰς τὸ ἑπόμενον· καλά! πολύ καλά! Λατ. Fac ita essse! Τραγ.· εἶεν· τί δῆτα...; Σοφ. Ἠλ. 534· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι Εὐρ. Μήδ. 386· αἱ φράσεις ἀλλ’ εἶεν, εἶεν γε, εἶεν δὴ εἰσὶ σπανιώτεραι. 2) πρὸς δήλωσιν ἀνυπομονησίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 176. τὸ εἶεν εὕρηται ὡς σπονδεῖος -- ἐν τῇ φράσει εἶεν, ἀκούω Αὐσχύλ. Χο. 627, Ἀριστοφ. Εἰρ. 663· κεῖται δὲ ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

εἶεν (Α)
μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο
πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόνεἶεν πάρειμ' ἐντεῦθεν ἐς...», Αριστοφ.)
β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση
έχει καλώςεἶεν, ἐρεῖ δέ... Αντιφ.).

Greek Monotonic

εἶεν: μόριο, χρήση μόνο σε Αττ. διάλογο, καλά! πολύ καλά! Λατ. esto! ας είναι, εἶεν· τί δῆτα; σε Σοφ.· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι, σε Ευρ.

Middle Liddell

[Particle, only used in Attic dialogue,]
well! Lat. esto! be it so! εἶεν: τί δῆτα; Soph.; εἶεν: καὶ δὴ τεθνᾶσι Eur.

English (Woodhouse)

well then

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)