φυσαλλίς: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fysallis | |Transliteration C=fysallis | ||
|Beta Code=fusalli/s | |Beta Code=fusalli/s | ||
|Definition= | |Definition=φυσαλλίδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bladder]], [[bubble]], Luc.Cont.19.<br><span class="bld">II</span> a [[wind instrument]], a kind of [[pipe]], [[aulos]], Ar.Lys.1245 (pl.).<br><span class="bld">III</span> = [[physallis]], [[ἁλικάκκαβος]] ''1'', Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.<br><span class="bld">IV</span> [[bolus]], [[pill]], Aen. Gaz.Ep.20. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=φυσαλλίδος (ἡ) :<br />[[bulle]].<br />'''Étymologie:''' [[φῦσα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῡσαλλίς''': | |lstext='''φῡσαλλίς''': φυσαλλίδος, ἡ, [[πομφόλυξ]], φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας [[λέγω]] ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. [[ὄργανον]] μουσικὸν πνευστόν, [[εἶδος]] αὐλοῦ, λαβὲ [[δῆτα]] τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. [[φυτόν]] τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, [[εἶδος]] στρύχνου, [[ὅστις]] καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φυσαλλίς]], | |mltxt=η / [[φυσαλλίς]], φυσαλλίδος, ΝΜΑ, και [[φυσαλίδα]] Ν, και [[φυσαλίς]] Α<br />[[σφαιρίδιο]] αέρα ή αερίου στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[πομφόλυγα]], [[μπουρμπουλήθρα]] (α. «το [[νερό]] βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας [[λέγω]] αφ' ὧν συναγείρεται ὁ [[ἀφρός]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[πρωτογενής]] [[στοιχειώδης]] [[βλάβη]] του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη [[έξαρση]] της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές [[κατά]] κανόνα [[υγρό]], κν. [[φουσκάλα]]<br /><b>2.</b> (στον λόγ. τ. [[φυσαλίς]]) <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σολανίδες]] της τάξης [[σκροφουλαριώδη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μαγνητικές φυσαλλίδες»<br />(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες [[είναι]] δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανούσιος]] [[λόγος]] («τοιαῦται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>2.</b> πνευστό μουσικό όργανο<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[ονομασία]] φυτού<br /><b>4.</b> [[χάπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φῦσα]] «[[φυσερό]], [[πνοή]], [[φύσημα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλλίς</i> (<b>πρβλ.</b> [[θρυαλλίς]], [[συκαλίς]], [[συκαλλίς]], [[τρωξαλλίς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-ίδος (=[[φουσκαλίδα]]). Ἀπό τό [[φυσάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |mantxt=-ίδος (=[[φουσκαλίδα]]). Ἀπό τό [[φυσάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[bubble]]=== | |||
Afrikaans: bel; Albanian: fllucka, flluskë; Amharic: አረፋ; Arabic: فُقَّاعَة; Egyptian Arabic: بقبيقة; Hijazi Arabic: فُقَّاعَة; Aragonese: bambolla; Armenian: պղպջակ; Assamese: বুৰবুৰণি; Asturian: burbuya, boya; Aymara: pukulli; Azerbaijani: köpük; Bashkir: ҡыуыҡ; Basque: burbuila; Belarusian: бурбалка, пузыр; Bengali: বুদ্বুদ; Breton: lagadenn; Bulgarian: мехурче; Burmese: ပူဖောင်း; Catalan: bombolla; Chichewa: nthibwinthibwi; Chinese Mandarin: 泡, 氣泡, 气泡, 泡沫; Corsican: bolla; Crimean Tatar: köpük; Czech: bublina; Danish: boble; Dhivehi: ބޮކި; Dutch: [[bel]]; Esperanto: bobelo; Estonian: mull; Faroese: bløðra; Finnish: kupla; French: [[bulle]]; Friulian: bùfule; Galician: burbulla, gurgulla; Georgian: ბუშტი; German: [[Blase]]; Greek: [[φυσαλίδα]]; Ancient Greek: [[πομφόλυξ]]; Gujarati: બબલ; Hausa: kumfa; Hebrew: בועה; Hindi: बुलबुला, बुल्ला, बुदबुदा, फफोला, बबूला; Hungarian: buborék; Icelandic: kúla; Ido: bulo; Indonesian: buih; Interlingua: bulla; Irish: boilgeog, bolgán; Italian: [[bolla]]; Japanese: 泡, 泡立つ; Kannada: ಮರಳು; Kazakh: көбік; Khmer: ពងទឹក; Komi-Permyak: боль; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: بڵق; Northern Kurdish: billq; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ; Latin: [[bulla]]; Latvian: burbulis; Lithuanian: burbulas; Luxembourgish: Blos; Macedonian: меур; Malay: buih; Malayalam: കുമിള; Maori: mirumiru; Marathi: बुडबुडा; Mirandese: sarta; Mongolian: хөөс, хий; Nepali: बबल; Occitan: botiòla, bofiga, bodenfla; Oriya: ବୁଦ୍ ବୁଦ୍; Ossetian: къуыпсы, таппуз; Pashto: حباب; Persian: حباب, غوزه, غنچاب; Plautdietsch: Blos; Polish: bańka, bąbel; Portuguese: [[bolha]], [[borbulha]]; Punjabi: ਬੁਲਬੁਲਾ, ਭੂਪੜਾ; Romanian: balon, bășică, bulă; Romansch: vaschia, scufla; Russian: [[пузырь]]; Rwanda-Rundi: ku-zīkuruka, gu-sebura; Sanskrit: बुद्बुद; Sardinian: bùlla; Scots: blab; Scottish Gaelic: builgean; Serbo-Croatian Cyrillic: мјеху̀рић, меху̀рић; Roman: mjehùrić, mehùrić; Sicilian: bulla, budda; Sindhi: بدبدو; Sinhalese: බුබුළු; Slovak: bublina; Slovene: mehurček; Somali: xumbo; Spanish: [[burbuja]], [[pompa]], [[campanilla]]; Swedish: bubbla, såpbubbla; Tagalog: bula, kulo; Tamil: குமிழி; Telugu: బుడగ, బుడ్డ; Thai: ฟอง; Tibetan: ལྦུ་བ; Turkish: köpük; Turkmen: köpürjik; Ukrainian: пузир, бульбашка; Urdu: بلا; Uyghur: ماغزاپ; Uzbek: pufak; Venetian: bóła; Vietnamese: bong bóng; Volapük: bulil; Walloon: bouye; Welsh: bwrlwm, yswigen; Westrobothnian: pöll; Yiddish: בלאָז | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:21, 17 October 2024
English (LSJ)
φυσαλλίδος, ἡ,
A bladder, bubble, Luc.Cont.19.
II a wind instrument, a kind of pipe, aulos, Ar.Lys.1245 (pl.).
III = physallis, ἁλικάκκαβος 1, Ps.-Dsc.4.71, Paul.Aeg.3.45.
IV bolus, pill, Aen. Gaz.Ep.20.
French (Bailly abrégé)
φυσαλλίδος (ἡ) :
bulle.
Étymologie: φῦσα.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσαλλίς: φυσαλλίδος, ἡ, πομφόλυξ, φυσαλλίδα, φουσκαλίδα, Λατ. pusula pustula, πομφόλυγας..., τὰς φυσαλλίδας λέγω ἀφ’ ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρὸς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19. ΙΙ. ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, εἶδος αὐλοῦ, λαβὲ δῆτα τὰς φυσαλλίδας, «τοὺς αὐλούς, ἀπὸ τοῦ φυσᾶν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 1245. ΙΙΙ. φυτόν τι ἔχον καρπὸν ὅμοιον πρὸς φυσαλλίδα, εἶδος στρύχνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἁλικάκαβον, Διοσκ. 4. 72.
Greek Monolingual
η / φυσαλλίς, φυσαλλίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α
σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα
2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη
3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»
(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών
αρχ.
1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῦται τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)
2. πνευστό μουσικό όργανο
3. βοτ. ονομασία φυτού
4. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυαλλίς, συκαλίς, συκαλλίς, τρωξαλλίς)].
Mantoulidis Etymological
-ίδος (=φουσκαλίδα). Ἀπό τό φυσάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
bubble
Afrikaans: bel; Albanian: fllucka, flluskë; Amharic: አረፋ; Arabic: فُقَّاعَة; Egyptian Arabic: بقبيقة; Hijazi Arabic: فُقَّاعَة; Aragonese: bambolla; Armenian: պղպջակ; Assamese: বুৰবুৰণি; Asturian: burbuya, boya; Aymara: pukulli; Azerbaijani: köpük; Bashkir: ҡыуыҡ; Basque: burbuila; Belarusian: бурбалка, пузыр; Bengali: বুদ্বুদ; Breton: lagadenn; Bulgarian: мехурче; Burmese: ပူဖောင်း; Catalan: bombolla; Chichewa: nthibwinthibwi; Chinese Mandarin: 泡, 氣泡, 气泡, 泡沫; Corsican: bolla; Crimean Tatar: köpük; Czech: bublina; Danish: boble; Dhivehi: ބޮކި; Dutch: bel; Esperanto: bobelo; Estonian: mull; Faroese: bløðra; Finnish: kupla; French: bulle; Friulian: bùfule; Galician: burbulla, gurgulla; Georgian: ბუშტი; German: Blase; Greek: φυσαλίδα; Ancient Greek: πομφόλυξ; Gujarati: બબલ; Hausa: kumfa; Hebrew: בועה; Hindi: बुलबुला, बुल्ला, बुदबुदा, फफोला, बबूला; Hungarian: buborék; Icelandic: kúla; Ido: bulo; Indonesian: buih; Interlingua: bulla; Irish: boilgeog, bolgán; Italian: bolla; Japanese: 泡, 泡立つ; Kannada: ಮರಳು; Kazakh: көбік; Khmer: ពងទឹក; Komi-Permyak: боль; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: بڵق; Northern Kurdish: billq; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ; Latin: bulla; Latvian: burbulis; Lithuanian: burbulas; Luxembourgish: Blos; Macedonian: меур; Malay: buih; Malayalam: കുമിള; Maori: mirumiru; Marathi: बुडबुडा; Mirandese: sarta; Mongolian: хөөс, хий; Nepali: बबल; Occitan: botiòla, bofiga, bodenfla; Oriya: ବୁଦ୍ ବୁଦ୍; Ossetian: къуыпсы, таппуз; Pashto: حباب; Persian: حباب, غوزه, غنچاب; Plautdietsch: Blos; Polish: bańka, bąbel; Portuguese: bolha, borbulha; Punjabi: ਬੁਲਬੁਲਾ, ਭੂਪੜਾ; Romanian: balon, bășică, bulă; Romansch: vaschia, scufla; Russian: пузырь; Rwanda-Rundi: ku-zīkuruka, gu-sebura; Sanskrit: बुद्बुद; Sardinian: bùlla; Scots: blab; Scottish Gaelic: builgean; Serbo-Croatian Cyrillic: мјеху̀рић, меху̀рић; Roman: mjehùrić, mehùrić; Sicilian: bulla, budda; Sindhi: بدبدو; Sinhalese: බුබුළු; Slovak: bublina; Slovene: mehurček; Somali: xumbo; Spanish: burbuja, pompa, campanilla; Swedish: bubbla, såpbubbla; Tagalog: bula, kulo; Tamil: குமிழி; Telugu: బుడగ, బుడ్డ; Thai: ฟอง; Tibetan: ལྦུ་བ; Turkish: köpük; Turkmen: köpürjik; Ukrainian: пузир, бульбашка; Urdu: بلا; Uyghur: ماغزاپ; Uzbek: pufak; Venetian: bóła; Vietnamese: bong bóng; Volapük: bulil; Walloon: bouye; Welsh: bwrlwm, yswigen; Westrobothnian: pöll; Yiddish: בלאָז