μαγικός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(CSV import)
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=magikos
|Transliteration C=magikos
|Beta Code=magiko/s
|Beta Code=magiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="title">Magian</span>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> λόγοι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Them.</span>29</span>: [[Μαγικός]], [[]] (sc. [[λόγος]]), title of work by Antisthenes, Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀντισθένης]], or Aristotle, <span class="bibl">D.L.1.1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[magical]], βίβλοι <span class="bibl">Ps.-Phoc.149</span>; <b class="b3">μ. τέχνη</b> [[magic]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Wi.</span>17.7</span>; ἡ μ. <span class="bibl">Ph.2.316</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of persons, [[skilled in magic]], <span class="bibl">Ptol. <span class="title">Tetr.</span>72</span>.</span>
|Definition=μαγική, μαγικόν, ''Magian'',<br><span class="bld">A</span> λόγοι Plu.''Them.''29: [[Μαγικός]], ὁ (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), title of work by [[Antisthenes]], Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ἀντισθένης]], or [[Aristotle]], D.L.1.1.<br><span class="bld">II</span> [[magical]], βίβλοι Ps.-Phoc.149; [[μαγικὴ τέχνη]] = [[magic]], [[LXX]] ''Wi.''17.7; ἡ μ. Ph.2.316.<br><span class="bld">2</span> of persons, [[skilled in magic]], Ptol. ''Tetr.''72.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de magicien.<br />'''Étymologie:''' [[μάγος]].
|btext=ή, όν :<br />[[de magicien]].<br />'''Étymologie:''' [[μάγος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>den [[Magier]] [[betreffend]], [[magisch]]</i>, Plut. <i>Them</i>. 29; dah. <i>[[zauberisch]], [[betrügend]]</i>, Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:01, 24 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγῐκός Medium diacritics: μαγικός Low diacritics: μαγικός Capitals: ΜΑΓΙΚΟΣ
Transliteration A: magikós Transliteration B: magikos Transliteration C: magikos Beta Code: magiko/s

English (LSJ)

μαγική, μαγικόν, Magian,
A λόγοι Plu.Them.29: Μαγικός, ὁ (sc. λόγος), title of work by Antisthenes, Suid. s.v. Ἀντισθένης, or Aristotle, D.L.1.1.
II magical, βίβλοι Ps.-Phoc.149; μαγικὴ τέχνη = magic, LXX Wi.17.7; ἡ μ. Ph.2.316.
2 of persons, skilled in magic, Ptol. Tetr.72.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de magicien.
Étymologie: μάγος.

German (Pape)

den Magier betreffend, magisch, Plut. Them. 29; dah. zauberisch, betrügend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγικός: магический (λόγοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγῐκός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς μάγους, Πλουτ. Θεμ. 29. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαγείαν, βίβλοι Ψευδο-Φωκ. 138.

Spanish

mágico, relativo a la magia , perteneciente a la magia

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαγικός, -ή, -όν) μάγος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μάγους («διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων, τοῦ βασιλέως κελεύσαντος», Πλούτ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγεία (α. «μαγικά ξόρκια» β. «μαγική τέχνη»)
3. το θηλ. ως ουσ. η μαγική
η τέχνη της μαγείας
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί μεγάλη απόλαυση, θελκτικός, μαγευτικός, συναρπαστικός
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το μαγικό, τα μαγικά
τα μάγια
3. φρ. α) «μαγικός καθρέφτης» ή «μαγικό κάτοπτρο» — ο μαγεμένος καθρέφτης τών μύθων μέσα στον οποίο μπορούσε κάποιος να διακρίνει ό,τι ήθελε να γνωρίζει
β) «μαγική ράβδος» — η ράβδος τών μάγων ή τών ταχυδακτυλουργών με την οποία κάνουν τα θαύματά τους
γ) «μαγική εικόνα» — εικόνα στην οποία υπάρχει παράσταση κρυμμένη με επιτήδειο τρόπο
δ) «μαγικός φανός» — συσκευή με την οποία προβάλλονται φωτεινές εικόνες
ε) «μαγικοί πάπυροι» — πάπυροι που περιέχουν μαγείες, επωδές, ξόρκια
στ) «μαγικοί αριθμοί» — οι αριθμοί τών πρωτονίων ή τών νετρονίων οι οποίοι προσδίδουν στους ατομικούς πυρήνες που τά περιέχουν σημαντική σταθερότητα
αρχ.
1. (για πρόσ.) επιτήδειος στη μαγεία
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Μαγικός (ενν. λόγος)
τίτλος συγγράμματος του Αρισταινέτου ή του Αριστοκλέους.
επίρρ...
μαγικώς και -ά (Μ μαγικῶς)
με μαγικό τρόπο
νεοελλ.
γοητευτικά, θελκτικά, σαγηνευτικά.

Greek Monotonic

μᾰγῐκός: -ή, -όν, προορισμένος για μάγους ή μαγεία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰγῐκός, ή, όν
fit for the Magians, Magian, Plut.

Léxico de magia

-όν mágico, relativo a la magia o perteneciente a la magia ἐρώτα αὐτόν, περὶ οὗ θέλεις, ... περὶ πάντων, ὅσων ἐστὶν ἐν τῇ μαγικῇ ἐμπειρίᾳ pregúntale sobre lo que quieras, sobre todo lo que hay en la experiencia mágica P I 331 σὺ δὲ μαγικὴν ψυχὴν ἔχων ὁπλισθεὶς μὴ θαμβηθῇς pero tú, armado con un alma mágica, no te asustes P IV 210