μακροδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=makrodaktylos
|Transliteration C=makrodaktylos
|Beta Code=makroda/ktulos
|Beta Code=makroda/ktulos
|Definition=ον, [[long-toed]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span> 690b7</span>, <span class="bibl">694b16</span>.
|Definition=μακροδάκτυλον, [[long-toed]], [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]'' 690b7, 694b16.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[langfingerig]]</i>, Arist. <i>part. an</i>. 4.10, 12.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[μακροδακτυλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μακροδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.
|mltxt=-η, -ο (AM [[μακροδάκτυλος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μακριά]] δάκτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[μακροδακτυλία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μακροδάκτυλος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[langfingerig]]</i>, Arist. <i>part. an</i>. 4.10, 12.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροδάκτῠλος Medium diacritics: μακροδάκτυλος Low diacritics: μακροδάκτυλος Capitals: ΜΑΚΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: makrodáktylos Transliteration B: makrodaktylos Transliteration C: makrodaktylos Beta Code: makroda/ktulos

English (LSJ)

μακροδάκτυλον, long-toed, Arist.PA 690b7, 694b16.

German (Pape)

langfingerig, Arist. part. an. 4.10, 12.

Russian (Dvoretsky)

μακροδάκτῠλος: с длинными пальцами, длиннопалый (πόδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων μακροὺς δακτύλους, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65., 12, 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροδάκτυλος, -ον)
αυτός που έχει μακριά δάκτυλα
νεοελλ.
1. αυτός που πάσχει από μακροδακτυλία
2. το αρσ. ως ουσ. ο μακροδάκτυλος
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας scarabeidae.