περιπληθής: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periplithis | |Transliteration C=periplithis | ||
|Beta Code=periplhqh/s | |Beta Code=periplhqh/s | ||
|Definition= | |Definition=περιπληθές,<br><span class="bld">A</span> [[very full of people]], νῆσος Od.15.405; of a speech, [[full of matter]], Plu.''Cat.Mi.''5.<br><span class="bld">2</span> [[very full]] or [[large]], σάρξ Id.''Mar.''34, cf. Luc.''Anach.''25: Comp. περιπληθέστερος Id.''VH''2.40.<br><span class="bld">II</span> [[very full of]] a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23: c. dat., Opp.''H.''1.796, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> très plein, rempli | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> [[très plein]], [[rempli de]] ; <i>abs.</i> plein de matière, substantiel (discours);<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i><br /><b>1</b> [[populeux]];<br /><b>2</b> [[grand]], [[gros]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πλῆθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=περιπληθής -ές [[[περί]], [[πλῆθος]]] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο υπέρμετρα [[γεμάτος]] από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς [[λίην]] τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]] από [[κάτι]] («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] πολύ [[πλατύς]], [[υπερμεγέθης]] («εἰς [[σάρκα]] περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]) | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> ο υπέρμετρα [[γεμάτος]] από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς [[λίην]] τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]], [[πλήρης]] από [[κάτι]] («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)<br /><b>3.</b> (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό [[περιεχόμενο]]<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] πολύ [[πλατύς]], [[υπερμεγέθης]] («εἰς [[σάρκα]] περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]) [[πρβλ]]. [[παμπληθής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:30, 25 August 2023
English (LSJ)
περιπληθές,
A very full of people, νῆσος Od.15.405; of a speech, full of matter, Plu.Cat.Mi.5.
2 very full or large, σάρξ Id.Mar.34, cf. Luc.Anach.25: Comp. περιπληθέστερος Id.VH2.40.
II very full of a thing, c. gen., καρπῶν Ph.2.494 (Sup.); σπέρματος Dsc.3.23: c. dat., Opp.H.1.796, al.
German (Pape)
[Seite 588] ές, sehr voll, bes. sehr menschenreich, νῆσος Od. 15, 405, u. Sp., wie Luc. gymn. 25, sehr weit.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. très plein, rempli de ; abs. plein de matière, substantiel (discours);
II. p. suite
1 populeux;
2 grand, gros.
Étymologie: περί, πλῆθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπληθής -ές [περί, πλῆθος] met veel volk:; οὔ τι περιπληθὴς λίην niet erg dichtbevolkt Od. 15.405; overvloedig, vet:. σάρξ vlees Plut. Mar. 34.6.
Russian (Dvoretsky)
περιπληθής: (compar. περιπληθέστερος)
1 сплошь населенный, весьма многолюдный (νῆσος Hom.);
2 полный, крупный, толстый (σάρξ Plut.): π. ἐς βάρος Luc. грузный;
3 содержательный (λόγος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιπληθής: -ές, ὁ παντάπασι πλήρης ἀνθρώπων, νῆσος Ὀδ. Ο. 405· ἐπὶ λόγου, πλήρης ὕλης ἢ οὐσίας, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 5. 2) λίαν μέγας, ὑπερμεγέθης, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Πλουτ. Μάρ. 34· συγκρ. -έστερος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 40. ΙΙ. πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., Φίλων 2. 494 ἐν τῷ ὑπερθ.
English (Autenrieth)
ές: very full, populous, Od. 15.405†.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ' ἀγαθή», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.)
3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο
4. αυτός που είναι πολύ πλατύς, υπερμεγέθης («εἰς σάρκα περιπληθῆ καὶ βαρείαν ἐνδεδωκώς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πληθής (< πλῆθος) πρβλ. παμπληθής].
Greek Monotonic
περιπληθής: -ές (πλῆθος),·
1. γεμάτος με ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
2. πολύ μεγάλος, σε Πλούτ.· συγκρ. -έστερος, σε Λουκ.
Middle Liddell
περι-πληθής, ές πλῆθος
1. very full of people, Od.
2. very large, Plut.; comp. -έστερος, Luc.