φρικαλέος: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frikaleos | |Transliteration C=frikaleos | ||
|Beta Code=frikale/os | |Beta Code=frikale/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[shivering with cold]], Hp.''VM''16 (Comp.), ''Cat. Cod.Astr''.2.165.<br><span class="bld">II</span> [[dreadful]], [[horrid]], AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); [[σπιλάς]] ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; [[awe-inspiring]], λόγος ''Hymn.Is.''12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui se hérisse de | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui se hérisse de froid]] ; <i>p. ext.</i> dont la surface est hérissée, raboteuse;<br /><b>2</b> [[qui fait frissonner]], [[effrayant]], [[terrible]].<br />'''Étymologie:''' [[φρίκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A shivering with cold, Hp.VM16 (Comp.), Cat. Cod.Astr.2.165.
II dreadful, horrid, AP7.69 (Jul.), 9.300 (Addaeus); σπιλάς ib.7.382 (Phil.), cf. Tryph.195; ἄχθος πόνων Androm. ap.Gal.14.33; awe-inspiring, λόγος Hymn.Is.12.
German (Pape)
[Seite 1306] 1) eigtl. rauh, uneben auf der Oberfläche; σπιλάς Philp. 32 (VII, 382); Tryphiod. 190. – 2) schaurig, schrecklich; νάπος Add. 2 (IX, 300); νέκυς Iul. Aeg. 59 (VII, 69); sp. D., wie Nonn. D. 9, 42.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui se hérisse de froid ; p. ext. dont la surface est hérissée, raboteuse;
2 qui fait frissonner, effrayant, terrible.
Étymologie: φρίκη.
Russian (Dvoretsky)
φρῑκᾰλέος:
1 шероховатый, т. е. обрывистый (σπιλάς Anth.);
2 приводящий в трепет, жуткий (νέκυς, νάπος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκαλέος: έα, ον, ὁ φρίσσων, φρικιῶν, ἀνατριχάζων ἐκ τοῦ ψύχους, Λατ. horrens, horribus, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14. 2) ὁ ἔχων τραχεῖαν ἐπιφάνειαν, σπιλὰς Ἀνθ. Παλατ. 7. 382, Tρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 195. ΙΙ. τρομερός, φοβερός, φρικτός Ἀνθ. Παλατ. 7. 69., 9. 300.
Greek Monolingual
-α, -ο / φρικαλέος, -α, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός
2. απαίσιος
αρχ.
1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος
2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
φρικαλέως και φρικαλέα Ν
κατά τρόπο φρικαλέο, φρικτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -αλέος (πρβλ. θαρραλέος, νυστ-αλέος)].
Greek Monotonic
φρῑκᾰλέος: -α, -ον, Ιων. αντί φράτριος.
• φρῑκᾰλέος: -α, -ον, αυτός που τρέμει από το κρύο· φρικτός, σε Ανθ.
Middle Liddell
φρῑκᾰλέος, η, ον,
shivering with cold: horrid, Anth. [from φρῑ́κη]