ὀρθόκραιρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=orthokrairos | |Transliteration C=orthokrairos | ||
|Beta Code=o)rqo/krairos | |Beta Code=o)rqo/krairos | ||
|Definition=α, ον, [[with straight]] or [[upright horns]], [[epithet]] of horned cattle, | |Definition=α, ον, [[with straight]] or [[upright horns]], [[epithet]] of horned cattle, Il.8.231, Od.12.348; also of galleys, of which the two ends turned up so as to resemble horns, Il.18.3, 19.344; of a mountain range, Πυρήνην -κραιρον ''AP''14.121.5 (Metrod.).—Hom. has it only in ''poet.'' gen. pl. fem. [[ὀρθοκραιράων]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> qui dresse la tête <i>ou</i> les cornes;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> à la proue <i>ou</i> à la poupe relevée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[κραῖρα]]. | |btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui dresse la tête]] <i>ou</i> les cornes;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> à la proue <i>ou</i> à la poupe relevée.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[κραῖρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), | |mltxt=[[ὀρθόκραιρος]], -[[αίρα]], -ον, θηλ. και -ος (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός του οποίου τα [[άκρα]] προεξέχουν σαν κέρατα<br /><b>3.</b> (για [[οροσειρά]]) αυτός που έχει μυτερή [[κορυφή]], [[οξυκόρυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κραιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κραίρα]] «[[κορυφή]], [[κεφαλή]]»), [[πρβλ]]. [[ισόκραιρος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, with straight or upright horns, epithet of horned cattle, Il.8.231, Od.12.348; also of galleys, of which the two ends turned up so as to resemble horns, Il.18.3, 19.344; of a mountain range, Πυρήνην -κραιρον AP14.121.5 (Metrod.).—Hom. has it only in poet. gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων.
German (Pape)
[Seite 374] mit graden Hörnern; die Rinder, Il. 8, 231. 18, 573 Od. 12, 348; auch Beiwort der Schiffe, mit grade emporstehenden Schnäbeln, mit emporgeschweiftem Vorder- und Hintertheile, Il. 18, 3. 19, 344 (Hom. nur im gen. fem. ὀρθοκραιράων).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui dresse la tête ou les cornes;
2 p. anal. à la proue ou à la poupe relevée.
Étymologie: ὀρθός, κραῖρα.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθόκραιρος:
1 пряморогий или круторогий (βόες Hom.);
2 с крутой носовой частью, с высоко загнутым носом (νέες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόκραιρος: -α, -ον, ὁ ἔχων ὀρθὰ κέρατα, ἐπίθετ. τῶν κερασφόρων κτηνῶν, Ἰλ. Θ. 231, Ὀδ. Μ. 348· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν δύο ἄκρων μακρᾶς νηός, ἅτινα ἦσαν οὕτως ἀνωρθωμένα ὥστε ὡμοίαζον πρὸς κέρατα, Ἰλ. Σ. 3., Τ. 344. - Ὁ Ὅμηρος ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐν τῇ ποιητ. γεν. πληθ. ὀρθοκραιράων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀρθοκραιράων· ἐπὶ μὲν τῶν νεῶν, τῶν ὀρθοπρύμνων· ἐπὶ δὲ τῶν βοῶν, τῶν ὀρθοκεράτων».
English (Autenrieth)
(κέρας), only gen. pl. fem. ὀρθοκραιράων: straight-horned, high-horned; βοῶν, μ 3, Il. 8.231; then of ships, either with reference to the pointed bow and stern, or perhaps to the yards (κεραίᾶ).
Greek Monolingual
ὀρθόκραιρος, -αίρα, -ον, θηλ. και -ος (Α)
1. (για ζώο) αυτός που έχει όρθια κέρατα («κρέα... βοῶν ὀρθοκραιράων», Ομ. Ιλ.)
2. (για πλοίο) αυτός του οποίου τα άκρα προεξέχουν σαν κέρατα
3. (για οροσειρά) αυτός που έχει μυτερή κορυφή, οξυκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κραιρος (< κραίρα «κορυφή, κεφαλή»), πρβλ. ισόκραιρος].
Greek Monotonic
ὀρθόκραιρος: -α, -ον (κραῖρα), Επικ. γεν. πληθ. θηλ. -κραιράων· αυτός που έχει ίσια κέρατα, σε Όμηρ.· επίσης, λέγεται για τα δύο άκρα της τριήρους, που ήταν ανορθωμένα σαν κέρατα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὀρθό-κραιρος, η, ον κραῖρα
with straight horns, Hom.:—also of the two ends of a galley which turned up like horns, Il.